Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Εκδήλωση ΕΝΟΒΕ για τις εξελίξεις στις εργασιακές σχέσεις


Προσωρινή Δικαίωση για 166 συμβασιούχους του Δήμου Αθηναίων

Όπως έγινε γνωστό από το δικαστικό ρεπορτάζ, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκανε δεκτές δύο αίτησεις Ασφαλιστικών Μέτρων και δικαίωσε προσωρινά (δηλ μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της κύριας αγωγής) 166 εργαζομένους που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους με συμβάσεις έργου ή διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο Δήμο Αθηναίων. Οι αποφάσεις αναγνώρισαν ότι οι εν λόγω συμβάσεις συνιστούν και υποκρύπτουν για καθέναν από τους εργαζομένους μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου και διέταξε την επαναπασχόλησή τους μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της εκκρεμούς αγωγής τους κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών.
Πρόκειται αναμφισβήτητα για μία θετική εξέλιξη και για αποφάσεις που κινούνται στο πνεύμα της παλαιότερης (και ορθότερης) νομολογίας του Αρείου Πάγου (βλ. αποφάσεις 18/2006 και 19/2006 της πλήρους Ολομέλειας), η οποία παγίως και μέχρι το 2007 δεχόταν την εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 και στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου που συνάπτονταν με το Δημόσιο, τα νπδδ, τους ΟΤΑ καθώς και με φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Σύμφωνα με τις αποφάσεις αυτές, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μίας έννομης σχέσης αποτελεί κατ' εξοχήν έργο των δικαστηρίων και ένα από τα βασικά στοιχεία της δικαιοδοτικής τους λειτουργίας, είτε ο χαρακτηρισμός της επίδικης σχέσης γίνεται από τα συμβαλλόμενα μέρη είτε απ' ευθείας εκ του νόμου. Με απλά λόγια, εάν χωρήσει νομικός χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης ή κατάστασης από το νομοθέτη, ο δικαστής μπορεί να τον αγνοήσει και να προσδώσει στη σχέση τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό, κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον εφαρμοστέο κάθε φορά κανόνα δικαίου.
Στην περίπτωση των συμβασιούχων τα παραπάνω σημαίνουν ότι, ακόμα κι αν οι συμβάσεις τους χαρακτηρίζονται ως "έργου" ή "εργασίας ορισμένου χρόνου", ο δικαστής δεν εμποδίζεται - αντιθέτως είναι υποχρεωμένος - να αποδώσει σε αυτές τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, υπό την προϋπόθεση ότι ο "συμβασιούχος" τελεί υπό καθεστώς προσωπικής εξάρτησης ως προς τους όρους παροχής της εργασίας του (δηλ. συγκεκριμένο ωράριο, εκτέλεση εργασίας σύμφωνα με τις υποδείξεις του εργοδότη κλπ.) και καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες των φορέων στους οποίους παρέχει την εργασία του (δεν είναι δηλαδή έκτακτος ή εποχικός εργαζόμενος για την κάλυψη επειγουσών, απρόβλεπτων ή πρόσκαιρων αναγκών).
Αξιοσημείωτη είναι η επίκληση από το δικαστήριο της οικονομικής κρίσης με το σκεπτικό ότι εάν οι αιτούντες δεν παραμείνουν στην εργασία τους «θα αποστερούνται του τακτικού τους μισθού που αποτελεί και το μοναδικό μέσο βιοπορισμού τους, εν όψει μάλιστα και των επικρατουσών, όχι ευνοϊκών στην αγορά εργασίας σήμερα, συνθηκών».