Σάββατο 30 Απριλίου 2011

Σχολείο και δημόσια κριτική (με αφορμή τις αποβολές λόγω facebook)

Χθες μάθαμε ότι δώδεκα μαθητές του Γυμνασίου Ν. Αγχιάλου Βόλου αποβλήθηκαν από το σχολείο τους επειδή ανέβασαν στο facebook φωτογραφίες καθηγήτριάς τους, τις οποίες συνόδευαν με όχι και τόσο κολακευτικά σχόλια. Στους δύο μαθητές που ανέβασαν τις φωτογραφίες επιβλήθηκε πενθήμερη αποβολή ενώ όσοι απλώς τις σχολίασαν "έφαγαν" από δύο μέρες ο καθένας. Το φαινόμενο δεν είναι βέβαια καινόυριο. Έχει ξανασυμβεί, στο Βόλο και άλλου.  
Το ζήτημα που τίθεται εδώ είναι κάτα πόσο μπορούν να περιοριστούν συνταγματικά δικαιώματα των μαθητών, όπως το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, της ελευθερίας της έκφρασης και της συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας (άρθρ. 5, 14 και 5Α Σ.), χάριν της "προσήκουσας διαγωγής τους, νοουμένης ως εμπράκτου συμμορφώσεως πρός τους διέποντας την σχολικήν ζωήν κανόνας και προς τας ηθικάς αρχάς του κοινωνικού περιβάλλοντος"
Το απαρχαιωμάνο νομικό καθεστώς που ισχύει σήμερα για τη Μέση Εκπαίδευση και αφορά μεταξύ άλλων και στα ζητήματα της διαγωγής των μαθητών (π.δ. 104/1979) είναι ελαφρώς προοδευτικότερο από τον περίφημο νόμο 4000 (Ν. 4000/1958). Σύμφωνα, λοιπόν, με το ισχύον πλαίσιο κάθε παρέκκλιση του μαθητή από τους κανόνες της σχολικής ζωής ή από τις ηθικές αρχές του κοινωνικού περιβάλλοντος, είτε εντός είτε εκτός σχολείου, αποτελεί αντικείμενο παιδαγωγικού ελέγχου και αντιμετωπίζεται εν ανάγκη με σχολικές κυρώσεις (άρθρ. 26 παρ. 3 π.δ. 104/1979). Δεν χρειάζεται να είναι κανείς νομικός για να καταλάβει πόσο ατυχής είναι η παραπάνω διατύπωση και πόσο ευεπίφορη στην ερμηνευτική αυθαιρεσία ή ανεπάρκεια του κάθε εκπαιδευτικού που είναι επιφορτισμένος με την αρμοδιότητα καταλογισμού και επιβολής πειθαρχικών ποινών σε "παρεκκλίνοντες" μαθητές. 
Ακόμα κι αν θεωρηθεί ότι οι παραπάνω διατάξεις δεν είναι εντελώς αντίθετες με το Σύνταγμα, τότε - προκειμένου να περισωθεί το κανονιστικό τους περιεχόμενο - χρειάζεται τουλάχιστον μία ερμηνεία τους σύμφωνη με το Σύνταγμα. Το τελευταίο - πέρα από την κατοχύρωση των παραπάνω ατομικών δικαιωμάτων - ορίζει ως βασική αποστολή της εκπαίδευσης τη διάπλαση των μαθητών σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες (άρθρ. 16 παρ. 2 Σ). Είναι προφανές ότι αυτό το πρότυπο του ελεύθερου και υπεύθυνου πολίτη δεν μπορεί να προαχθεί, όταν το σχολείο αναλαμβάνει το ρόλο της ασφάλειας, με την επιτήρηση των μαθητών κατά την ανάπτυξη των εξωσχολικών τους δραστηριοτήτων ή όταν απειλεί τους μαθητές με πειθαρχικές κυρώσεις στην περίπτωση άσκησης δημόσιας κριτικής στα κακώς κείμενα του σχολείου ή στους καθηγητές τους. 
Το facebook (όπως και τα υπόλοιπα social networks) είναι ένα μέσο ελεύθερης διακίνησης ιδεών, μία δημόσια σφαίρα επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών, στην οποία δικαίωμα συμμετοχής έχουν όλοι. Σ΄ αυτή τη δημόσια σφαίρα κάθε μαθητής δικαιούται να ασκεί κριτική στο σχολείο ή τους καθηγητές του, αρκεί να μη θίγει την προσωπικότητα ή την αξιοπρέπεια τρίτων προσώπων. Δεν γνωρίζω το περιεχόμενο των αναρτήσεων των μαθητών της Ν. Αγχιάλου. Σίγουρα το πρόβλημα δεν ήταν οι φωτογραφίες (Εδώ, βέβαια, η καθηγήτρια έχει δίκαιο να διαμαρτύρεται, αφού παραβιάζεται το δικαίωμα της στην πληροφορική αυτοδιάθεση, δηλαδή η ελευθερία να παρουσιάζει η ίδια τον εαυτό της σε τρίτους, όταν και όπως επιθυμεί). Αν, όμως, οι φωτογραφίες συνοδεύονταν από κολακευτικά σχόλια, μάλλον ένα από τα "like" θα ήταν δικό της. Αυτό που πείραξε τους καθηγητές ήταν η δημόσια κριτική και τα σχόλια εναντίον της συναδέλφου τους. Η συμπεριφορά αυτή μάλλον δεν συνάδει "με τας ηθικάς αρχάς του κοινωνικού περιβάλλοντος". 
Αντίθετα, όταν τα παιδιά σιωπούν και αποχαυνώνονται μπροστά στις τηλεοράσεις ή στα video games, δεν παραβιάζουν καμία ηθική αρχή, κοιμόμαστε όλοι ήσυχοι και το σχολείο συνεχίζει να παράγει "ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες".                      

Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

Αγορά ελπίδας μόλις 40 Ευρώ

Ένα ακόμα ουσιαστικό μέτρο για την έξοδο της Χώρας από την κρίση επιβάλλει η Κυβέρνηση, με την καθιέρωση ταρίφας 40 Ευρώ στους ανέργους για συμμετοχή τους στο τεστ δεξιοτήτων του ΑΣΕΠ, η οποία μέχρι σήμερα ήταν δωρεάν. Μιλάμε για ένα ποσοστό της τάξεως 10% επί του ποσού του επιδόματος ανεργίας (για όσους το λαμβάνουν. Οι υπόλοιποι δανεικά!). Διαβάζω ακόμα ότι στο τεστ του 2008 έλαβαν μέρος 100.000 άνεργοι. Αν στο επόμενο τεστ δηλώσουν συμμετοχή άλλοι τόσοι (που μάλλον θα είναι περισσότεροι), το Κράτος θα εισπράξει σε απλά μπακαλίστικα 4 εκατομμύρια Ευρώ. Αυτό είναι ένα ποσό για να εξασφαλίσει και να καλύψει τη μισθοδοσία αρκετών χρόνων για όσους από τους συμμετέχοντες προσληφθούν. Δηλαδή, τουλάχιστον για ένα διάστημα, τους μισθούς των νέων υπαλλήλων θα τους πληρώνουν οι μέχρι πριν από λίγο συναδελφοί τους στην ανεργία (οι οποίοι θα συνεχίσουν φυσικά να είναι άνεργοι, μέχρι την επόμενη φορά που θα αγοράσουν ελπίδα από το Κράτος στη μοναδική τιμή των 40 Ευρώ). Μεγαλειώδης σύλληψη! Μιλάμε για σούπερ αναδιανομή εισοδήματος και Κοινωνικό Κράτος στις καλύτερες στιγμές του.      

Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

Τρεις ανέξοδοι τρόποι να διεκδικήσετε τα δεδουλευμένα σας

Σύμφωνα με τον ειδικό Γραμματέα του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, Μιχάλη Χάλαρη, το 30% των επιχειρήσεων καθυστερεί να καταβάλει το τελευταίο διάστημα έως και 4 μισθούς. Όπως προκύπτει από ετήσια έκθεση πεπραγμένων του ΣΕΠΕ, πάνω από τις μισές καταγγελίες εργαζομένων στο Σώμα για παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας το 2010 αφορούσαν μη καταβολή δεδουλευμένων. Επειδή οι εποχές είναι δύσκολες και η προσφυγή στη δικαιοσύνη δυστυχώς πολυτέλεια, προτείνω τρεις ανέξοδους τρόπους να διεκδικήσετε τα χρήματά σας ή μάλλον να ασκήσετε πίεση στους εργοδότες, ώστε να πληρωθείτε:
α) Καταγγελία στην Επιθεώρηση Εργασίας: Το ΣΕΠΕ, βέβαια, δεν είναι δικαιοδοτικό όργανο. Αυτό σημαίνει ότι δεν εκδίδει δεσμευτικές για τον εργοδότη απόφασεις και δεν διαθέτει μέσα εξαναγκασμού προς συμμόρφωση. Είναι μία διοικητική υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας που απλώς διαμεσολάβει για την επίτευξη συμβιβαστικής επίλυσης των διαφορών που ανακύπτουν μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, με αφορμή τις μεταξύ τους συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας. Ωστόσο, υποχρεούται να διατυπώνει την απόψή του στο Δελτίο Εργατικής Διαφοράς που συντάσσεται μετά την προσφυγή του μισθωτού και τη συζήτηση, αλλά σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του εργοδότη περιορίζεται συνήθως σε μία σύσταση προς τον εργαζόμενο να προσφύγει "στα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια". Βέβαια, το ΣΕΠΕ μπορεί να επιβάλει διοικητικές κυρώσεις (πρόστιμα) στον εργοδότη ή ακόμα να υποβάλει για λογαριασμό του μισθωτού μηνυτήρια αναφορά ενώπιον του αρμόδιου Εισαγγελέα, για τη μη καταβολή των πάσης φύσεως δεδουλευμένων αποδοχών του (βλ. αμέσως παρακάτω) Η προσφυγή στο ΣΕΠΕ πολλές φορές μπορεί να φέρει αποτελέσματα, τις περισσότερες φορές όμως όχι. Το σίγουρο είναι ότι δεν χάνετε κάτι (ούτε σε κόπο ούτε σε χρήμα). Αντιθέτως, σε περίπτωση που αποφασίσετε να προσφύγετε στα δικαστήρια για την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών σας, έχετε στα χέρια σας ακόμη ένα έγγραφο (το "Δελτίο Εργατικής Διαφοράς"), από το οποίο μπορεί να προκύπτουν - έστω και εμμέσως - οι οφειλές του εργοδότη σας.
β) Υποβολή μήνυσης κατά του εργοδότη για μη καταβολή ή για καθυστέρηση στην καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών (Μπορείτε να την υποβάλετε μόνος/η ή μέσω του ΣΕΠΕ). Το εν λόγω αδίκημα προβλέπεται στο άρθρο μόνο του Α.Ν. 690/1945. Σύμφωνα με αυτό "κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολουμένους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόμο ή έθιμο είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3198/1955, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων ή των οργάνων του Υπουργείου Εργασίας ή των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που είναι εντεταλμένα για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας ή της οικείας Αστυνομικής Αρχής ή της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης των εργαζομένων, με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μήνες και χρηματική ποινή, της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25% ούτε πάνω του 50% του καθυστερούμενου χρηματικού ποσού, για την εξεύρεση του οποίου οι τυχόν σε είδος οφειλόμενες αποδοχές πρέπει να αποτιμώνται, με τη σχετική απόφαση, σε χρήμα". Η ποινική απόφαση που θα εκδοθεί ΔΕΝ θα σας επιδικάσει χρήματα. Θα επιβάλλει ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή στον εργοδότη σας. Υπό το φόβο μίας ποινικής καταδίκης (ακόμα κι αν δεν μπει φυλακή), είναι πολύ πιθανό να πληρώσει. Στο ποινικό δικαστήριο για παράβαση του παραπάνω νόμου δεν επιτρέπεται παράσταση πολιτικής αγωγής, δηλαδή δεν επιτρέπεται να παρασταθείτε με δικηγόρο. Εξάλλου, δεν σας χρειάζεται δικηγόρος (αυτό σημαίνει ότι γλιτώνετε τα έξοδα παράστασης). 
γ) Σε περίπτωση σημαντικής καθυστέρησης (η καθυστέρηση π.χ. τριών ή τεσσάρων μηνών είναι μία τέτοια περίπτωση) μπορείτε να ασκήσετε το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας σας. Για τις προϋποθέσεις άσκησης αυτού του δικαιώματος και τις συνέπειες του στην σχέση εργασίας δείτε εδώ.
Τρόποι υπάρχουν κι άλλοι. Απλώς αυτοί είναι τζάμπα!       

Απόλυση λόγω facebook (Η απόφαση)

Είχα αναφερθεί στο θέμα (εδώ), αλλά υποσχέθηκα να επανέλθω, όταν θα έχω στα χέρια μου την δικαστική απόφαση. Δημοσιεύω, λοιπόν, εδώ το πλήρες κείμενο της απόφασης, για την οποία έγινε πολύς ντόρος και η οποια έκρινε έγκυρη την καταγγελία σύμβασης εργασίας υπαλλήλου αεροπορικής εταιρίας, λόγω "υπερβολικής χρήσης του facebook". Το ιστορικό έχει περίπου ως εξής: Υπαλλήλος αεροπορικής εταιρίας προσέφερε τις υπηρεσίες της στο τμήμα έκδοσης εισιτηρίων και κρατήσεων από το 1989. Το 2009 απολύθηκε από την εταιρία με ταυτόχρονη καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης, λόγω πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων της. Η βασική αιτίαση εναντίον της ήταν η καθυστερημένη προσέλευσή της στο χώρο εργασίας και η ενασχόλησή της με ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης κατά τη διάρκεια και σε βάρος της εργασίας της. Η εργαζόμενη προσέφυγε στη δικαιοσύνη ζητώντας να αναγνωριστεί οτί η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ήταν άκυρη, διότι - σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της - έλαβε χώρα από εχθρότητα και για λόγους εκδίκησης, εξαιτίας της συνδικαλιστικής της δράσης και της αντίθεσής της στο πάγωμα μισθών που επέβαλε η εταιρία για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Οι ισχυρισμοί της απορρίφθηκαν ως ουσιαστικά αβάσιμοι και έγινε δεκτή η ένσταση της εργοδότριας περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. 
Στα αξιοσημείωτα της εν λόγω απόφασης είναι ότι δεν υπάρχει ο παραμικρός προβληματισμός ή οποιαδήποτε νομική σκέψη που να αφορά στο ζήτημα της προστασίας της ιδιωτικότητας του μισθωτού, δηλαδή στην ανάγκη ύπαρξης ενός αυστηρά ιδιωτικού χώρου, εντός του περιβάλλοντος της εργασίας και κατά τη διάρκεια της παροχής της, στον οποίο ο εργοδότης απαγορεύεται να επεμβαίνει. Η ύπαρξη αυτού του χώρου είναι θεμελιώδες δικαίωμα και υπαγορεύεται από την αρχή της προστασίας της προσωπικότητας του εργαζομένου, που βρίσκει και συνταγματικό έρεισμα, κυρίως στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος. Θεωρώ ότι το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει και τη δυνατότητα του εργαζομένου να επισκέπτεται ελεύθερα ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης κατά τη διάρκεια παροχής της εργασίας του, αρκεί αυτό να μην αποβαίνει σε βάρος της αποδοτικότητάς του. Σημειωτέον ότι, αν η εν λόγω εταιρία ήθελε να αποτρέψει τις επισκέψεις εργαζομένων της σε ιστοσελίδες παρόμοιου περιεχομένου, θα μπορούσε ευχερώς να το κάνει με ένα απλό "κλικ".  
Τίποτα από τα παραπάνω δεν διαλαμβάνει στο σκεπτικό της η σχολιαζόμενη δικαστική απόφαση. Αντιθέτως, αντιμετωπίζει την επίσκεψη ιστοσελίδων κοινωνικής δικτύωσης περίπου ως έγκλημα: Διαβάζουμε λ.χ. ότι η εργαζόμενη "καταλήφθηκε από τον Γενικό Διευθυντή της να επισκέπτεται ιστοσελίδα στο Facebook", σα να λέμε ότι "η ασφάλεια συνέλαβε επ' αυτοφώρω ύποπτο ηλεκτρονικής διακίνησης πορνογραφικού υλικού"! Καλό θα είναι οι δικαστές να μην χρησιμποποιούν τους υπολογιστές τους μόνο ως γραφομηχανές... (Είναι αυτονόητο ότι για τα ζητήματα απόδειξης της απόφασης, δεν μπορώ να έχω άποψη).       


Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών 34/2011 
Δικαστής η Πρωτοδίκης κυρία Ελένη Στεργίου
Δικηγόροι ο κ. Π. Μουτζουρώνης - η κυρία Γεωργία Ιατρού- Νικητιάδη

ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Από τις διατάξεις των άρθρων 669 του Α.Κ., 1 και 5 παρ. 1 του ν. 2112/1920, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 5 και 7 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου έχει τον χαρακτήρα μονομερούς αναιτιώδους δικαιοπραξίας και χωρεί ελευθέρως, εκτός αν περιοριστεί με συμφωνία των μερών ή με διάταξη νόμου. Η άσκηση όμως του σχετικού δικαιώματος δεν είναι απεριόριστη και ανέλεγκτη, αλλά υπόκειται στους περιορισμούς που προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 281 του Α.Κ., της οποίας η παράβαση επάγεται απόλυτη ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως που θεωρείται σαν να μην έγινε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 του Α.Κ. (Α.Π. 283/2009 1, Α.Π. 1747/2008, Α.Π. 414/2008 δημοσιευμένες σε Τ.Ν.Π. Nomos). Τέτοια περίπτωση κατάχρησης δικαιώματος συντρέχει, εκτός των άλλων, και όταν η καταγγελία έγινε από τον εργοδότη από λόγους εκδίκησης ή εχθρότητας συνεπεία προηγούμενης συμπεριφοράς τού μισθωτού μη αρεστής στον εργοδότη, όπως είναι η διεκδίκηση από τον μισθωτό των δικαιωμάτων του από την εργασιακή σχέση (Α.Π. 869/2009 δημοσιευμένη σε Τ.Ν.Π. Nomos, Α.Π. 414/2008 ΔΕΕ 2009, 630, Α.Π. 1140/2006 ΔΕΕ 2007, 371, Α.Π. 115/2006 ΕλλΔνη 2007, 160, Α.Π. 1117/2005 ΔΕΕ 2006, 429). Ο ενάγων δε μισθωτός που απολύθηκε, ισχυριζόμενος ότι η απόλυσή του είναι άκυρη ως καταχρηστική, οφείλει, ζητώντας την αναγνώριση της ακυρότητας με την αγωγή (ή προτείνοντας αυτήν κατ' αντένσταση, βλ. Α.Π. 216/2002 ΕλλΔνη 44, 1202, Εφ.Αθ. 5913/2002 ΔΕΕ 2004, 324), να επικαλεσθεί και να αποδείξει (Α.Π. 1689/2006 ΕΕργΔ 2007, 1031, Α.Π. 704/2006 ΔΕΕ 2007, 1102, Α.Π. 1763/1999 ΔΕΝ 56, 1445) τα πραγματικά περιστατικά (τους λόγους εκδίκησης κ.λπ.) που την θεμελιώνουν (Α.Π. 1689/2006, Α.Π. 704/2006 ό.π., Α.Π. 677/2004 ΔΕΝ 60, 1597 3, Εφ.Λαμ. 8/2010 δημοσιευμένη σε Τ.Ν.Π. Nomos), αλλιώς ο ισχυρισμός του απορρίπτεται κατ' ουσία, χωρίς να χρειάζεται να ερευνηθούν τα πραγματικά αίτια ή κίνητρα της απόλυσης, ως εκ του αναιτιώδους, κατά τα παραπάνω, της καταγγελίας (βλ. Α.Π. 704/2006, Α.Π. 1689/2006 ό.π., Α.Π. 1901/2005 ΕλλΔνη 2006, 1036 4, Εφ.Λαμ. ό.π.). Ο εναγόμενος εργοδότης αρνούμενος αιτιολογημένα (Εφ.Αθ. 5993/2002 ό.π.) τον ισχυρισμό του μισθωτού για την ακυρότητα της καταγγελίας ως καταχρηστικής, μπορεί να επικαλεσθεί ως αιτία της καταγγελίας συγκεκριμένους σοβαρούς λόγους που τον οδήγησαν στη μονομερή λύση της σύμβασης, οι οποίοι (λόγοι), αν αποδειχθούν αληθινοί, δικαιολογούν την καταγγελία και δεν την καθιστούν καταχρηστική και άκυρη. Τέτοιοι λόγοι που δικαιολογούν την καταγγελία είναι και εκείνοι που έχουν ως κίνητρο το καλώς νοούμενο συμφέρον τού εργοδότη (Α.Π. 1115/2007 ΔΕΝ 2007, 1554, Α.Π. 913/2006 ΔΕΝ 2006, 1654, Α.Π. 953/2005 ΕΕργΔ 2006, 100), όπως, εκτός των άλλων, συμβαίνει
όταν η καταγγελία έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή
καταγγελία και δεν την καθιστούν καταχρηστική και άκυρη. Τέτοιοι λόγοι που δικαιολογούν την καταγγελία είναι και εκείνοι που έχουν ως κίνητρο το καλώς νοούμενο συμφέρον τού εργοδότη (Α.Π. 1115/2007 ΔΕΝ 2007, 1554, Α.Π. 913/2006 ΔΕΝ 2006, 1654, Α.Π. 953/2005 ΕΕργΔ 2006, 100), όπως, εκτός των άλλων, συμβαίνει όταν η καταγγελία έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή άσκηση των συμβατικών καθηκόντων ή την μη προσήκουσα εκπλήρωση των υποχρεώσεων του μισθωτού (Ολ.Α.Π. 707/1985 ΔΕΝ 42, 22 5, Α.Π. 869/2009 ό.π., Α.Π. 1679/2007 ΔΕΝ 2007, 1565) ή όταν έγινε (η καταγγελία) για συμπεριφορά του μισθωτού που δημιουργεί προβλήματα στην ομαλή και αποδοτική άσκηση της εργασίας και στις ανάγκες της επιχείρησης (Α.Π. 1115/2007 ΔΕΝ 2007, 1554) και κλονίζουν την εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο του (Α.Π. 1437/2006 ΔΕΕ 2007, 1108). Ακόμη προφανής υπέρβαση των ορίων της Α.Κ. 281 υπάρχει και εάν ο εργοδότης καταφεύγει στην καταγγελία μολονότι είναι δυνατή η αντιμετώπιση της αποδοκιμαστέας συμπεριφοράς του μισθωτού με άλλα ηπιότερα μέσα, οπότε η προσφυγή στο επαχθέστερο για τον μισθωτό μέτρο, δηλαδή η απόλυση, δεν είναι θεμιτή, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που εκφράζει μια γενική αρχή του εργατικού δικαίου -εκείνη της ultima ratio- βασιζόμενη και στην αρχή της καλής πίστης του άρθρου Α.Κ. 288, κατά την οποία η καταγγελία ασκείται νόμιμα όταν χρησιμοποιείται ως έσχατο μέσο για την επιδίωξη των σκοπών του εργοδότη, ο οποίος επιβάλλεται να επιλέξει μεταξύ περισσοτέρων και εξίσου αποτελεσματικών μέσων για την ικανοποίηση των επιδιωκομένων με την καταγγελία σκοπών το λιγότερο επαχθές για τον εργαζόμενο (Α.Π. 279/1996 ΕλλΔνη 37, 1082 6), και ειδικότερα εάν το παράπτωμα του μισθωτού μπορεί κατ' αντικειμενική κρίση να αντιμετωπισθεί με τις προβλεπόμενες από τον κανονισμό εργασίας πειθαρχικές ποινές (Α.Π. 878/1992 ΔΕΝ 48, 11647, Εφ.Αθ. 4401/2006 ΔΕΕ 2007, 239) και δεν δικαιολογείται απόλυση του, όταν, εν όψει της άριστης διαγωγής αυτού από την πρόσληψη του μέχρι τη διάπραξη του παραπτώματος, συνιστά αντίδραση του εργοδότη δυσανάλογη με το συγκεκριμένο παράπτωμα (Α.Π. 1443/1979 ΝοΒ 28, 10458, Εφ.Αθ. 1851/1983 ΕΕργΔ 1983, 339), εκτός εάν αποδειχθεί ότι από υπαίτια συμπεριφορά του μισθωτού εξέλιπε το απαιτούμενο πνεύμα συνεργασίας (Α.Π. 643/ 1988 ΕΕργΔ 1989, 709, Εφ.Αθ. 6449/2002 δημοσιευμένη σε Τ.Ν.Π. Nomos). Ενώ δεν είναι καταχρηστική η καταγγελία χωρίς προηγούμενη τήρηση της προβλεπόμενης πειθαρχικής διαδικασίας από τον εργοδότη, διότι επιδιώκονται διαφορετικοί σκοποί με την πειθαρχική διαδικασία και την καταγγελία για σπουδαίο λόγο τής εργασιακής σχέσης, αφού με την πρώτη, και όταν προβλέπεται από τον κανονισμό η ποινή της οριστικής παύσεως, επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχειρήσεως, ενώ με τη δεύτερη απομακρύνεται ο εργαζόμενος του οποίου η εργασιακή σχέση δεν μπορεί να
συνεχισθεί ως επαχθής για τον εργοδότη (Ολ.Α.Π. 43/ 2002 ΕΕργΔ 2003, 220, Α.Π. 1117/2007 δημοσιευμένη σε Τ.Ν.Π. Nomos, Α.Π. 703/ 2006 Αρμ 2006, 1244 9, Α.Π. 112/2004 ΕΕργΔ 2004, 1495). Εάν συντρέχει περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας καθ' υπέρβαση του άρθρου 281 Α.Κ., τότε αυτή είναι άκυρη κατά τα άρθρα 174, 180 Α.Κ. και ο μισθωτός μπορεί να απαιτήσει την υπό τους αυτούς όρους απασχόλησή του από τον εργοδότη (άρθρο 23 παρ. 2 ν. 1264/1982), την καταβολή μισθών υπερημερίας κατά τα άρθρα 349, 350 Α.Κ., μέχρι να καταγγείλει εγκύρως τη σύμβαση ή προσκαλέσει τον μισθωτό να επαναλάβει την εργασία του (Α.Π. 1093/1993 ΔΕΝ 50, 576 10), και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εφόσον η καταγγελία έγινε παράνομα και υπαίτια και υπό συνθήκες προσβολής τής προσωπικότητας του κατά τα άρθρα 932, 57, 59 Α.Κ. (Α.Π. 1540/2006 δημοσίευση σε Τ.Ν.Π. Νόμος11, Εφ.Αθ. 5592/1999 ΕλλΔνη 2000, 1402), ενώ κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 69 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. ο εργαζόμενος μπορεί να ζητήσει να του επιδικασθούν μισθοί υπερημερίας και για το μετά την συζήτηση της αγωγής χρονικό διάστημα, αφού αυτοί δεν εξαρτώνται από την αντιπαροχή της εργασίας του, την οποία ο εργοδότης απέκρουσε με την άκυρη καταγγελία της σύμβασης (Α.Π. 1710/2007 ΕΕργΔ 2008, 950, Α.Π. 752/ 2007 ΕλλΔνη 2007, 807, Εφ.Αθ. 6449/2002 δημοσιευμένη σε Τ.Ν.Π. Nomos). Όμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 656 εδ. β' Α.Κ., ο εργοδότης έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από τους οφειλόμενους μισθούς υπερημερίας καθετί που ο μισθωτός ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή την παροχή της αλλού, για να είναι δε ο σχετικός ισχυρισμός, που αποτελεί ένσταση του εργοδότη κατά της αγωγής του μισθωτού, ορισμένος, πρέπει να αναφέρονται οι συγκεκριμένες επαγγελματικές δραστηριότητες του μισθωτού και οι αμοιβές που εισέπραξε ο τελευταίος από τις δραστηριότητες αυτές (βλ. Α.Π. 1004/ 2004 ΔΕΝ 61, 185 12, Α.Π. 1093/2003 ΕΕργΔ 2004, 12, Εφ.Δωδ. 267/2007 δημοσιευμένη σε Τ.Ν.Π. Nomos). Εν προκειμένω, η ενάγουσα, με την κρινόμενη αγωγή της, εκθέτει ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη αεροπορική εταιρεία στις 1.1.1989 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως υπάλληλος γραφείου με καθήκοντα τις κρατήσεις θέσεων και την έκδοση εισιτηρίων, ενώ από το έτος 2000 η εναγομένη την απασχολούσε ως ανώτερη υπάλληλο στον τομέα των κρατήσεων εισιτηρίων. Ότι καθ' όλα τα έτη της απασχολήσεώς της στην εναγομένη εταιρεία, από την πρόσληψη της μέχρι και το έτος 2008, η αξιολόγηση της ως προς την απόδοση της ως υπαλλήλου ήταν άριστη, λαμβάνοντας έτσι, ως αναγνώριση εκ μέρους της εναγομένης της ποιότητας της παρεχομένης εργασίας της, χρηματικό ποσό πλέον του μισθού της ως bonus, ενώ πλήθος ήταν και τα θετικά σχόλια που ελάμβανε για την εργασία της τόσο η ίδια όσο και η εναγομένη από τους πελάτες της. Ότι από το θέρος του 2006 η εναγομένη, διά του Διευθυντή
της στην Ελλάδα, προσπάθησε να επιτύχει την αλλαγή των κλιμάκων μισθοδοσίας και κυρίως να επιτύχει τη μείωση των αυξήσεων των μισθών τού προσωπικού της, πρόταση στην οποία δεν συγκατατέθηκε τόσο η ίδια όσο και ο σύλλογος των υπαλλήλων όπου αυτή ήταν εγγεγραμμένη. Οτι στις 3.4.2009, κατόπιν διαπραγματεύσεων, η εναγομένη συνέταξε πρακτικό συμφωνίας με 16 υπαλλήλους της, στο οποίο προβλεπόταν ότι θα παραμείνουν αμετάβλητες οι αποδοχές των εργαζομένων της για τη χρονική περίοδο από 1.4.2009 μέχρι και 31.3.2010, χωρίς υποχρέωση της εναγομένης για χορήγηση αναδρομικών αυξήσεων για την ανωτέρω περίοδο, μετά το πέρας αυτής και με αναγνώριση διακριτικής ευχέρειας του εκάστοτε διευθυντή της εναγομένης, για χορήγηση τυχόν αυξήσεων, από 1.4.2010. Οτι η ίδια ουδέποτε συμφώνησε στο ανωτέρω επαχθές για τις αποδοχές των υπαλλήλων τής εναγομένης μέτρο, γεγονός το οποίο οδήγησε την τελευταία στην επίδειξη εχθρικής και εκδικητικής συμπεριφοράς στο πρόσωπο της, η οποία εκδηλώθηκε με τις προσχηματικές και αναληθείς αιτιάσεις, τόσο στην από 25.5.2009 επιστολή του Γενικού Διευθυντή της εναγομένης προς την ίδια, περί του ότι, δήθεν, δεν ήταν συνεπής ως προς την τήρηση του ωραρίου εργασίας της και ότι πραγματοποιούσε πολλά προσωπικά τηλεφωνήματα με αποτέλεσμα να μην απαντά σε κλήσεις πελατών, όσο και στην από 18.6.2009 όμοια επιστολή, όπου κατηγορούνταν, αναληθώς για απαράδεκτη και αντιεπαγγελματική συμπεριφορά. Οτι, κατόπιν τούτων, η εναγομένη προέβη στις 18.6.2009 στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, η οποία όμως είναι άκυρη ως καταχρηστική, καθόσον υπαγορεύθηκε από λόγους εχθρότητας και εκδίκησης στο πρόσωπο της, επειδή αντιτάχθηκε στην ανωτέρω προτεινόμενη μισθολογική πολιτική της. Οτι, περαιτέρω, η από 18.6.2009 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της τυγχάνει καταχρηστική, καθόσον η εναγομένη, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, της επέβαλε την εσχάτη των ποινών, ήτοι την απόλυση της και χωρίς να καταφύγει σε ηπιότερα μέτρα, παραβλέποντας δε το γεγονός ότι υπήρξε, μέχρι τότε, άριστη υπάλληλος. Οτι λόγω των περιστάσεων υπό τις οποίες έλαβε χώρα η ανωτέρω καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, ετρώθη η προσωπικότητά της στο ευρύτερο οικογενειακό και κοινωνικό της περιβάλλον, καθώς οι αιτιάσεις που αναφέρονται στο έγγραφο της καταγγελίας αφενός είναι αναληθείς και ανυπόστατες, αφετέρου προκάλεσαν σε βάρος της ιδιαίτερα υποτιμητικά και δυσάρεστα σχόλια στον επαγγελματικό της χώρο, με αποτέλεσμα να υποστεί ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να της επιδικασθεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, μετά από νόμιμο περιορισμό του αιτήματος της αγωγής της και τροπής μέρους αυτού από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά και με τις προτάσεις της (άρθρα 223
παρ. 1 και 295 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), ζητεί: α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 18.6.2009 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες της και να της καταβάλει τις οφειλόμενες αποδοχές της στην ίδια θέση και με τα αυτά καθήκοντα, όπως και πριν την απόλυσή της, με την απειλή σε βάρος της χρηματικής ποινής 300 ευρώ για κάθε ημέρα που αυτή θα αρνηθεί να την απασχολήσει, γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 36.560,82 ευρώ για οφειλόμενες αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την άκυρη απόλυση της μέχρι και 30.4.2010 (ήτοι 11 μηνών, συμπεριλαμβανομένων επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων 2009 και Πάσχα 2010), νομιμοτόκως και μέχρις εξοφλήσεως από τότε που κάθε επιμέρους αγωγική αξίωση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή άλλως από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής της, και δ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 250.000 ευρώ, νομιμοτόκως και μέχρις εξοφλήσεως από την επίδοση της ένδικης αγωγής. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις και να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά της έξοδα. Με το περιεχόμενο αυτό, η αγωγή αρμοδίως φέρεται, καθ' ύλην και κατά τόπον, ενώπιον του δικαστηρίου τούτου (άρθρα 7, 9 10, 16 παρ. 2, 25 παρ. 2, 664 Κ.Πολ.Δ.), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664-676 Κ.Πολ.Δ.) και είναι ορισμένη (άρθρο 216 Κ.Πολ.Δ.) και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 5, 7 του ν. 3198/1955, 648, 655, 656, 669, 180, 281, 341, 345, 346, 349, 350, 281, 57, 59, 914, 932 Α.Κ., 176, 191 αρ. 2, 69, 70, 907, 908, 946 Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της. [...] Η εναγομένη εταιρεία με δήλωσή της στο ακροατήριο και με τις προτάσεις της αρνήθηκε αιτιολογημένα την ένδικη αγωγή και περαιτέρω προέβαλε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης της επίδικης αξίωσης της ενάγουσας αναφορικά με την καταβολή σε αυτήν μισθών υπερημερίας για τον λόγο ότι η τελευταία παρέβαινε συστηματικώς τις συμβατικές της υποχρεώσεις με σκοπό να την εξαναγκάσει να καταγγείλει την σύμβαση εργασίας της, προκειμένου να εισπράξει υψηλή αποζημίωση απόλυσης, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ., και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Επίσης, προέβαλε την ένσταση εκπτώσεως από τους αιτούμενους από την ενάγουσα μισθούς υπερημερίας του ποσού των 6.480 ευρώ, που αυτή αποκόμισε από την εργασία της σε άλλον εργοδότη, και συγκεκριμένα στην εταιρεία με την επωνυμία «W.S.L.» (ένσταση εκπτώσεως των αλλαχού κερδηθέντων), η οποία, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 656 εδ.
β' Α.Κ. και πρέπει να ερευνηθεί, ακολούθως, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. [...] Αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα προσλήφθηκε από την εναγομένη αεροπορική εταιρεία στις 1.1.1989, αρχικά με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία από τις 23.1.1991 μετατράπηκε σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, διεπόμενη από τους όρους αμοιβής και εργασίας της σ.σ.ε. των Υπαλλήλων Αεροπορικών Εταιρειών, ως απλή υπάλληλος γραφείου κρατήσεων και έκδοσης εισιτηρίων, με αντικείμενο την εξυπηρέτηση μεμονωμένων επιβατών και γραφείων ταξιδιών για οργανωμένες εκδρομές, ενώ από την 1.7.2000 προήχθη στη θέση της υπεύθυνης εισιτηρίων και κρατήσεων. Εν συνεχεία και από τον Οκτώβριο του έτους 2008 της ανατέθηκαν από την εναγομένη τα καθήκοντα της εξυπηρέτησης μόνο των μεμονωμένων επιβατών, τόσο των προσερχόμενων στα γραφεία της εναγομένης όσο και εκείνων που καλούσαν μέσω τηλεφωνικής γραμμής. Η ενάγουσα προσέφερε τις ανωτέρω υπηρεσίες της στην εναγομένη μέχρι τις 18.6.2009, οπότε η τελευταία και κατήγγειλε εγγράφως την σύμβαση εργασίας της, καταβάλλοντάς της παράλληλα τη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως της, εκ ποσού 73.821,30 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, καθόσον από το έτος 2006 άρχισε να γίνεται αντιληπτό ότι τα γραφεία της εναγομένης στην Αθήνα παρουσίαζαν έντονο οικονομικό πρόβλημα, λόγω μείωσης του εύρους των πωλήσεων, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν οι θέσεις εργασίας των εργαζομένων σε αυτά, άρχισαν από το έτος 2008 διαπραγματεύσεις μεταξύ του Γενικού Διευθυντή της εναγομένης και του πλέον αντιπροσωπευτικού Σωματείου των εργαζομένων σε αυτήν «* Union», στο οποίο ανήκε και η ενάγουσα (μαζί με δέκα άλλους από τους συνολικά δεκαέξι υπαλλήλους της εναγομένης, πέντε από τους οποίους ανήκαν στον «Σύλλογο Εναέριων Μεταφορών»), που αφορούσαν τόσο την αλλαγή των μισθολογικών κλιμάκων, βάσει του οποίου αμείβονταν το προσωπικό της εναγομένης, όσο και τη διαμόρφωση της ετήσιας αύξησης του μισθού, η οποία βάσει σχετικής πρόβλεψης στην σ.σ.ε. των Ξένων Αεροπορικών Εταιρειών 2008-2009 είχε καθοριστεί στο ποσό των 22,72 ευρώ. Στις διαπραγματεύσεις αυτές παρουσιάζονταν οι προτάσεις από την πλευρά της εναγομένης και οι αντιπροτάσεις του ανωτέρω Σωματείου, προκειμένου να υπάρξουν οι λιγότερες δυνατές απώλειες για τους εργαζομένους, με την ενημέρωση πάντα από το Σωματείο όλων των εργαζομένων της εναγομένης. Τελικώς, υπεγράφη μεταξύ της εναγομένης, του πρωτοβάθμιου Σωματείου «* Union» και των δεκαέξι εργαζομένων της εναγομένης μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα, το από 3.4.2009 πρακτικό συμφωνίας, στο προοίμιο του οποίου γινόταν δεκτό ότι υπάρχει από τα μέρη επίγνωση της οικονομικής κρίσης που έχει επηρεάσει την εναγομένη εταιρεία και ότι οι εργαζόμενοι της και το ανωτέρω Σωματείο, εν όψει της αντιμετώπισης της παραπάνω κρίσης, αναγνωρίζουν ότι
πρέπει να συνεργαστούν με αυτήν με βάση την καλή πίστη και να προσφέρουν κάθε δυνατή βοήθεια για να ξεπεραστούν τα υπάρχοντα προβλήματα. Βάσει δε του συμφωνητικού αυτού, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η υφιστάμενη κατάσταση, τα ανωτέρω συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν ότι, για την περίοδο ισχύος του, ήτοι από την 1.4.2009 έως και 31.3.2010, οι αποδοχές των συμβαλλομένων εργαζομένων της εναγομένης θα παραμείνουν αμετάβλητες και μόνο κατ' εξαίρεση θα καταβληθεί στους εργαζομένους το τυχόν οικογενειακό επίδομα ή/και πρόσθετο επίδομα τριετιών του οποίου θα καταστούν δικαιούχοι κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της σ.σ.ε. των Ξένων Αεροπορικών Εταιρειών, και ότι μετά το πέρας της περιόδου ισχύος του η εναγομένη δεν υποχρεούταν να χορηγήσει καμία αύξηση αναδρομικά (ήτοι για την περίοδο ισχύος αυτού). Συνεπώς, τυγχάνει απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο αγωγικός ισχυρισμός της ενάγουσας, ότι αρνήθηκε και δεν συμφώνησε στην αναγκαιότητα της λήψης, για όλους τους εργαζομένους της εναγομένης της απόφασης να παραμείνουν αμετάβλητες για την ανωτέρω χρονική περίοδο οι μισθοί, καθόσον, όπως προεκτέθηκε, όλα τα συμβαλλόμενα μέρη, μεταξύ αυτών και η ενάγουσα, συμφώνησαν κατά την υπογραφή του ότι η εναγομένη αντιμετώπιζε οικονομικό πρόβλημα εν όψει της οικονομικής κρίσης και των δυσκολιών του κλάδου των αεροπορικών μεταφορών. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα υπέγραψε το ανωτέρω πρακτικό συμφωνίας, το οποίο άλλωστε και όριζε ρητά ότι δεν πρόκειται να ισχύσει και καθίσταται άκυρο, αν δεν υπογραφεί από το Σωματείο και όλους τους εργαζομένους της εναγομένης. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα έλαβε την, με ημερομηνία 25.5.2009, επιστολή του Γενικού Διευθυντή της εναγομένης στην Ελλάδα W.K.V., με την οποία της γίνονταν συστάσεις για μη προσήκουσα εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων, καθόσον, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στην ανωτέρω επιστολή, αργούσε συστηματικά να προσέλθει στην εργασία της στις 9 π.μ., χρησιμοποιούσε τις τηλεφωνικές γραμμές της εναγομένης για να πραγματοποιεί προσωπικές της κλήσεις και δη όχι αναγκαίες κατά την ώρα της εργασίας της, καθώς και (χρησιμοποιούσε) το Διαδίκτυο, όπου πραγματοποιούσε επισκέψεις σε ιστοσελίδες άσχετες με την εργασία της, όπως ιστοσελίδες για κοινωνική δικτύωση και ιστοσελίδες συνομιλίας για συναντήσεις ανθρώπων, γεγονός το οποίο, όπως αναφέρονταν στην επιστολή, έγινε αντιληπτό παρουσία του Γενικού Διευθυντή και του Διευθυντή Πωλήσεων της εναγομένης, στις 29.4.2009, οπότε και καταλήφθηκε από αυτούς να επισκέπτεται ιστοσελίδα στο Face- book, με την παράλληλη γνωστοποίηση στην επιστολή ότι εάν η ενάγουσα συνεχίσει την ίδια αντισυμβατική συμπεριφορά, η εναγομένη δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να προβεί στη λήξη της σύμβασης εργασίας της, χωρίς καμία περαιτέρω προειδοποίηση.
Σε απάντηση της ανωτέρω επιστολής, η ενάγουσα απέστειλε στον ως άνω Γενικό Διευθυντή της εναγομένης, στις 4.6.2009, ηλεκτρονική επιστολή, στην οποία αρνούνταν τα όσα αυτός της καταλόγιζε, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι ποτέ δεν υπήρξαν παράπονα από προηγούμενους Γενικούς Διευθυντές για την εργασία της, αλλά τουναντίον την συνέχαιραν για τον επαγγελματισμό της και ότι επιπρόσθετα καμία από τις πράξεις της δεν είναι διαφορετική από αυτές των συναδέλφων της, εντούτοις επιλεκτικά απειλείται η ίδια και προσβάλλεται βαθύτατα μετά από 20 χρόνια άψογης παροχής υπηρεσιών, καταλήγοντας στα εξής: «Σε περίπτωση που δεν λάβω μια γραπτή απολογία, εντός 10 ημερών από σήμερα, για την προσβλητική, ντροπιαστική, συκοφαντική και υπερβολική επιστολή σας, δεν μου μένει άλλη επιλογή από το να την εκλάβω ως μια πράξη εκδίκησης εναντίον της νόμιμης αντίδρασης μου στις πρόσφατες προθέσεις σας να παραβιάσετε το CLA στο όνομα της τρέχουσας παγκόσμιας κρίσης και επίσης εναντίον της έννομης προσπάθειας μου να προστατεύσω την απώλεια της εργασιακής μου ασφάλισης». Κατόπιν δε της ανωτέρω επιστολής τής ενάγουσας, η εναγομένη τής απέστειλε την από 18.6.2009 επιστολή της, με την οποία την ενημέρωνε ότι, εκλαμβάνοντας τα αναφερόμενα στην ως άνω επιστολή της ως συνεχιζόμενη εκ μέρους της αντιεπαγγελματική συμπεριφορά που είναι επιζήμια για τα συμφέροντά της ως εταιρεία, θα προχωρήσει στη νόμιμη λήξη της σύμβασης εργασίας της, γεγονός το οποίο και έπραξε (η εναγομένη) στις 18.6.2009, ως ήδη προεκτέθηκε. Όπως δε αποδείχθηκε, η ενάγουσα από το έτος 2008 άρχισε να μην εκπληρώνει προσηκόντως τα εργασιακά της καθήκοντα, καθ' όσον αργούσε όντως να προσέλθει στην εργασία της, η οποία ξεκινούσε στις 9 π.μ., γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται από τον εξετασθέντα ενόρκως στο ακροατήριο μάρτυρα της εναγομένης και Διευθυντή Πωλήσεων αυτής Π.Δ. και από τις μάρτυρες και συναδέλφους της ενάγουσας, Ε.Ν. και Π.Ζ., στις προσκομιζόμενες υπ' αριθμ. 7294/2010 και 7106/2010 αντίστοιχες ένορκες βεβαιώσεις τους, παρ' ότι ήδη από το έτος 2007 η εναγομένη είχε επιστήσει την προσοχή στους υπαλλήλους της να προσέρχονται άπαντες στην εργασία τους στις 9:00 π.μ. και να «κτυπούν» την κάρτα εργασίας τους. Σημειωτέον δε ότι όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη καταστάσεις προσέλευσης, η ενάγουσα, σε σχέση με τις συναδέλφους της Ε.Ν. και Τ.Ι., ήταν εκείνη που παρουσίαζε τη μεγαλύτερη συνολικά καθυστέρηση κατά την προσέλευση στην εργασία της. Περαιτέρω, η ενάγουσα κατά τις ώρες εργασίας της ελάμβανε συχνά προσωπικές κλήσεις συγγενών και φίλων της, τους οποίους εν συνεχεία καλούσε στα τηλέφωνα τους χρησιμοποιώντας τις τηλεφωνικές γραμμές της εναγομένης, γεγονός το οποίο δημιουργούσε πρόβλημα στην εξυπηρέτηση των πελατών της. Επίσης, παρ' ότι η εναγομένη είχε αποστείλει ήδη από τις 16.12.2008 γενικό ηλεκτρονικό μήνυμα, με το οποίο
απαγόρευε στο προσωπικό της να επισκέπτεται ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook, ήτοι ιστοσελίδες με περιεχόμενο άσχετο με την εργασία του, η ενάγουσα, όπως καταθέτει στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωση της η μάρτυρας της εναγομένης Ε.Ν., καθημερινά κατά τη διάρκεια της εργασίας της επισκέπτονταν την ανωτέρω ιστοσελίδα, προκειμένου να διαβάσει και να γράψει σχόλια, ενώ αρκετές φορές, όταν την καλούσαν πελάτες για να προβούν σε κράτηση εισιτηρίων, τους απαντούσε ότι το σύστημα κρατήσεων δεν λειτουργεί και τους ζητούσε να ξανακαλέσουν αργότερα, προκειμένου να έχει περισσότερο χρόνο για να ασχοληθεί με την περιήγηση στο Facebook. Μάλιστα, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα όντως κατελήφθη στις 29.4.2009 από τον Γενικό Διευθυντή της εναγομένης και τον Διευθυντή Πωλήσεων αυτής και εξετασθέντα στο ακροατήριο ως άνω μάρτυρα της, κατά την ώρα της εργασίας της, να έχει επισκεφθεί την παραπάνω ιστοσελίδα κοινωνικής διαδικτύωσης, γεγονός το οποίο αναφέρεται στην ως άνω από 25.5.2009 επιστολή της εναγομένης προς την ενάγουσα. Με βάση, επομένως όλα τα ανωτέρω αποδειχθέντα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, όπως ήδη προεκτέθηκε, η ενάγουσα συμφώνησε στην υπογραφή του από 3.4.2009 πρακτικού συμφωνίας, χωρίς να αποδειχθεί ότι επέδειξε κάποια ιδιαίτερη και εκτεταμένη αντίδραση σε σχέση με τους λοιπούς εργαζομένους συναδέλφους της ως προς το πάγωμα των αυξήσεων των αποδοχών του προσωπικού της εναγομένης, που συμφωνήθηκε με το ανωτέρω πρακτικό, η από 18.6.2009 έγγραφη καταγγελία τής σύμβασης εργασίας της ενάγουσας δεν έλαβε χώρα καταχρηστικά, και δη για τους επικαλούμενους με την ένδικη αγωγή της λόγους εχθρότητας και εκδίκησης της εναγομένης στο πρόσωπο της, για την άσκηση νομίμων εργασιακών της δικαιωμάτων, αλλά, αντιθέτως, έλαβε χώρα νομίμως και στα πλαίσια του καλώς νοούμενου συμφέροντος της εναγομένης εργοδότριας της, καθ' όσον το πραγματικό κίνητρο της τελευταίας ήταν η πλημμελής και μη προσήκουσα άσκηση των συμβατικών υποχρεώσεων της ενάγουσας, η οποία και δημιουργούσε προβλήματα στην ομαλή και αποδοτική άσκηση της εργασίας της και στις ανάγκες της επιχείρησης της εναγομένης και επέφερε, ακολούθως, κλονισμό της εμπιστοσύνης της εναγομένης στο πρόσωπο της. Για το γεγονός δε ότι η ενάγουσα προσπάθησε να αποδώσει την αιτία της απόλυσης της από την εναγομένη στην ισχυριζόμενη αλλά μη αποδειχθείσα εναντίωσή της στο ανωτέρω πρακτικό (το οποίο άλλωστε συμφωνήθηκε κατόπιν προηγηθεισών διαπραγματεύσεων) και όχι στην πραγματική αιτία, που ήταν η αποδειχθείσα ως άνω πλημμελής άσκηση των εργασιακών της καθηκόντων, έχει βαρύνουσα σημασία το ότι η ίδια, στις 4.6.2009, ημερομηνία κατά την οποία απέστειλε την ως άνω ηλεκτρονική της επιστολή στον Γενικό Διευθυντή της εναγομένης (στην οποία και ανέφερε ότι θεωρούσε την προηγηθείσα επιστολή που έλαβε από
αυτόν ως πράξη εκδίκησης εναντίον της νόμιμης αντίδρασης της στο πάγωμα των αυξήσεων των αποδοχών του προσωπικού της εναγομένης), διεγράφη από τη δύναμη του Σωματείου «* Union», στο οποίο μέχρι τότε ανήκε και εγγράφηκε στον «Σύλλογο Εναέριων Μεταφορών», κάτι το οποίο όμως, εάν όντως είχε αντιδράσει στην ανωτέρω συμφωνία που επιτεύχθηκε με το ανωτέρω Σωματείο, θα είχε πράξει ήδη από τις 3.4.2009 (ημερομηνία υπογραφής του σχετικού πρακτικού) και όχι μετά τη λήψη της σχετικής επιστολής, όπου της γίνονταν συστάσεις για την εργασιακή της συμπεριφορά. Εξάλλου, απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, τυγχάνει και ο ισχυρισμός της ενάγουσας περί καταχρηστικότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της λόγω αντίθεσης αυτής (καταγγελίας) στην αρχή της αναλογικότητας, εν όψει της άριστης διαγωγής της από την πρόσληψη της, καθόσον, εν όψει και του περιεχομένου των ανωτέρω επιστολών που ανταλλάχθηκαν μεταξύ των διαδίκων, αποδείχθηκε ότι εξέλιπε, από υπαιτιότητα της ενάγουσας, το απαιτούμενο πνεύμα συνεργασίας, ώστε να μην μπορούσε να αξιωθεί από την εναγομένη, υπό τις ανωτέρω συνθήκες έλλειψης αγαστής συνεργασίας, να συνεχίσει να απασχολεί την ενάγουσα. Ενώ, επίσης, απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της ενάγουσας, ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της είναι άκυρη ως καταχρηστική, καθ' όσον δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη πειθαρχική διαδικασία από την εναγόμενη-εργοδότριά της, διότι, όπως προεκτέθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, με την πειθαρχική διαδικασία επιδιώκονται διαφορετικοί σκοποί σε σχέση με την καταγγελία για σπουδαίο λόγο της εργασιακής σχέσης, αφού με την πρώτη και όταν προβλέπεται από τον κανονισμό η ποινή της οριστικής παύσεως επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχειρήσεως, ενώ με τη δεύτερη απομακρύνεται ο εργαζόμενος του οποίου η εργασιακή σχέση δεν μπορεί να συνεχισθεί ως επαχθής για τον εργοδότη, εν προκειμένω δε, όπως προεκτέθηκε, εξέλιπε οποιοδήποτε πνεύμα συνεργασίας, μεταξύ των διαδίκων, ώστε να μπορεί με την επιβολή πειθαρχικού μέτρου (το οποίο άλλωστε δεν εξειδικεύει η ενάγουσα στην υπό κρίσιν αγωγή της), να συνεχιστεί η μεταξύ τους εργασιακή σχέση. Κατ' ακολουθίαν, επομένως των ανωτέρω, καθ' όσον δεν αποδείχθηκε ότι η από 18.6.2009 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας έλαβε χώρα κατά κατάχρηση δικαιώματος της εναγομένης, αλλά αντιθέτως αποδείχθηκε η ύπαρξη σπουδαίου λόγου στο πρόσωπο της τελευταίας για την ανωτέρω καταγγελία, τυγχάνει απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμη, η ένδικη αγωγή στο σύνολο της (ήτοι τόσο αναφορικά με τα αιτήματα της που συνδέονται με την αναγνώριση της ακυρότητας της από 18.6.2009 καταγγελίας όσο και με το αίτημα της περί επιδίκασης στην ενάγουσα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία της προσβολής της προσωπικότητας της). Τέλος, τα δικαστικά
έξοδα της εναγομένης πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, σε βάρος της ενάγουσας λόγω της ήττας τής τελευταίας (άρθρα 176, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.


Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Δώρο Πάσχα; Ξύλο!

Υπάρχει ένα παλιό κλασικό σκίτσο, νομίζω του Altan, το οποίο απεικονίζει τον κακόμοιρο εργαζόμενο, όρθιο, καμπουριασμένο, ταλαίπωρο και βρώμικο μπροστά στο γραφείο του ευτραφούς και καλοζωισμένου αφεντικού. Ο εργαζόμενος "τολμά" να ζητήσει αύξηση και ο εγοδότης τού απαντά μονολεκτικά με το εξαιρετικά επίκαιρο στις μέρες μας "ΑΠΟΛΥΕΣΑΙ!". Σήμερα επιβεβαιώθηκε ότι η ζωή όχι μόνο αντιγράφει την Τέχνη, αλλά μερικές φορές την ξεπερνάει κιόλας. Διαβάζω ότι ξενοδόχος στην περιοχή Κουφαλίων Θεσσαλονίκης έσπασε στο ξύλο υπάλληλο του (45χρονη καθαρίστρια), επειδή η τελευταία ζήτησε απλώς να της καταβληθεί το Δώρο Πάσχα (το οποίο ο εργοδότης έπρεπε, σύμφωνα με το νόμο, να καταβάλει το αργότερο μέχρι τη Μ. Τετάρτη)! Η είδηση εδώ
Φαίνεται ότι οι εργοδότες ξύπνησαν και κάνουν την Επανάστασή τους ενάντια στην εργασία που αιώνες τώρα τους ρουφάει το αίμα. Στο κάτω κάτω δεν έχουν τίποτα να χάσουν πέρα από κάποιους υπαλλήλους. Αυτούς έτσι κι αλλιώς θα τους αντικαταστήσουν νέοι υπάλληλοι από τις στρατιές των ανέργων, με χειρότερους όρους εργασίας, με μισθούς κάτω από τις ΣΣΕ, με ελαστικά ωράρια, με μερική απασχόληση, με εκ περιτροπής απασχόληση, με προσωρινή απασχόληση και φυσικά χωρίς ασφάλιση. Ένα φάντασμα πλανάται πάνω από τη Χώρα... (και δεν είναι ο Κάσπερ ούτε ο Κομμουνισμός). 
Κομμένη η πλάκα. Για όσους θέλουν να ασκήσουν πίεση στους εργοδότες τους εκ του μακρόθεν και χωρίς να κινδυνεύει η σωματική τους ακεραιότητα, έχω ανεβάσει σήμερα τη θεματική ενότητα "Επίσχεση Εργασίας". Είναι ένα καλό και στην πράξη πολύ αποτελεσματικό μέσο πίεσης προς τους εργοδότες, κυρίως για την καταβολή δεδουλευμένων και ληξιπρόθεσμων αποδοχών. Δουλεύει από απόσταση και δεν κινδυνεύεις να πας στο νοσοκομείο.  

Τρίτη 26 Απριλίου 2011

9,84 και Χριστός Ανέστη ή Η σταύρωση του Καμίνη

Η ιστορία είναι γνωστή: ο Δήμος Αθηναίων συνέστησε στους ραδιοφωνικούς παραγωγούς του 9,84 να μην εύχονται με το "Χριστός Ανέστη" κατά τις ημέρες του Πάσχα, αλλά να προτιμούν το "Χρόνια Πολλά" ως πιο αχρωμάτιστο θρησκευτικά. Το σκεπτικό είναι ότι ο 9,84 είναι ένας δημοτικός ραδιοσταθμός και ως τέτοιος, δηλαδή ως κατ' ουσίαν κρατικό μέσο επικοινωνίας, θα πρέπει να επιφυλάσσει ίση αντιμετώπιση σε όλους τους ακροατές του, ανεξαρτήτως των θρησκευτικών πεποιθήσεων των τελευταίων. 
Δεν πρόκειται, φυσικά, να υποστηρίξω ότι με την ενέργεια αυτή του Καμίνη λύνεται κάποιο πρόβλημα θρησκευτικής ελευθερίας στη Χώρα ούτε ότι η μέχρι σήμερα δημόσια εκφορά της εθιμικά καθιερωμένης ευχής "Χριστός Ανέστη" από ένα δημοτικό ραδιόφωνο δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Υποστηρίζω, απλώς, ότι μία τέτοια κίνηση είναι θετική, έστω και σε επίπεδο συμβολισμού. 
Μου έκανε εντύπωση η έντονα αρνητική κριτική που ασκήθηκε για τη σύσταση αυτή του Δημάρχου Αθηναίων από σοβαρούς νομικούς (όπως π.χ. από τον συνάδελφο Β. Σωτηρόπουλο, τον οποίο - αν και δε γνωρίζω προσωπικά - εκτιμώ ιδιαίτερα ή τη Γραμματέα της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Κλειώ Παπαπαντολέων). Συμφωνώ απολύτως ότι στο πλαίσιο μίας πολιτικής για την ουσιαστική προάσπιση και προώθηση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας δεν μπορεί να είναι προτεραιότητα η "απαγόρευση" του "Χριστός Ανέστη" σε ένα οποιοδήποτε δημοτικό ραδιόφωνο. 
Φυσικά και προέχει η απο-θρησκευτικοποίηση του Κράτους σε όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης και ιδιαίτερα στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο πολίτης υποχρεώνεται - άμεσα ή έμμεσα - να αποκαλύψει τις θρησκευτικές ή κοσμοθεωρητικές του πεποιθήσεις (π.χ. υποχρεωτική προσευχή στα σχολεία ή στο στρατό, διδασκαλία μαθήματος θρησκευτικών υπό μορφή κατήχησης, επιλογή τύπου όρκου σε δημόσιες αρχές ή σε δικαστήρια κλπ.). Είναι, επίσης, αυτονόητο το δικαίωμα της μουσουλμανικής κοινότητας της Αθήνας να ανεγείρει δικό της λατρευτικό χώρο και είναι γνωστό ότι το δικαίωμα της ελευθερίας της θρησκευτικής λατρείας (όπως και κάθε ατομικό δικαίωμα) δεν μπορεί να εξαρτάται από όρους αμοιβαιότητας (αυτό είναι ένα προσφιλές ακροδεξιό επιχείρημα: "ανοίξτε τη Χάλκη και θα σας χτίσουμε τζαμί" κλπ.). Αυτό είναι πράγματι ένα σοβαρό ζήτημα και θα έπρεπε να έχει λύθεί χθες. Εννοείται ότι το μείζον πρόβλημα είναι ο πολυπόθητος διαχωρισμός Κράτους και εκκλησίας. (Παρεμπιπτόντως, το Κράτος δεν οφείλει να "θρησκεύεται", όπως διάβασα κάπου, λόγω της συνταγματικής διάταξης περί "επικρατούσας θρησκείας". Δεν οφείλει καν να ανέχεται άλλες γνωστές θρησκείες ή δόγματα, προωθώντας παράλληλα την επίσημη θρησκεία. Στο ελληνικό Σύνταγμα δεν υπάρχει επίσημη θρησκεία και από την αμιγώς περιγραφική διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 δεν απορρέει καμία απολύτως υποχρέωση της Πολιτείας απέναντι στην ορθόδοξη εκκλησία). Αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω είναι γιατί θα έπρεπε να περιμένει ο Καμίνης να γίνουν όλα τα προηγούμενα, για να κάνει ένα τόσο δα συμβολικό βήμα.  

Αστυνομική βία: Χρήση όπλων από αστυνομικούς

Με αφορμή το τελευταίο post σχετικά με τον βασανισμό 20χρονης Ρουμάνας από τους "ήρωες" του Λιμενικού Πειραιά, αποφάσισα να βγω λίγο εκτός προγράμματος και να αλλάξω προτεραιότητες ως προς τις αναρτήσεις των θεματικών ενοτήτων του blog. Ανέβαλα για το προσεχές μέλλον θεματικές ενότητες που αφορούν το δίκαιο της εργασίας (σείρα είχαν κανονικα οι "ελαστικές σχέσεις εργασίας") και ανάρτησα μία θεματική ενότητα για την αστυνομική βία (ή ακριβέστερα για τις προϋποθέσεις χρήσης όπλων από αστυνομικούς, βλ. πάνω αριστερά). 
Πρόκειται για καθαρά νομικό κείμενο, χωρίς πολιτικές αξιολογήσεις και χωρίς σταθμίσεις δικαιοπολιτικού χαρακτήρα. Περιγράφεται απλώς τί ισχύει και υπό ποιές προϋποθέσεις είναι επιτρεπτή η χρήση όπλων από την αστυνομία. Ευχαριστώ τον φίλο, συνεργάτη και expert σε θέματα Ποινικού Δικαίου Γ. Β. Η μελέτη είναι δική του και η ανάρτηση ανήκει σ' αυτόν.  

Κυριακή 24 Απριλίου 2011

Άντρες του Λιμενικού Πειραιά βασάνισαν άγρια 20χρονη κρατούμενη

Το ότι οι δυνάμεις καταστολής (ξηράς τε και θαλάσσης) έχουν ξεφύγει εντελώς - κυρίως από την εποχή Πολύδωρα και μετά - είναι γνωστό. Είναι, επίσης, προφανές ότι θεωρούν καθήκον τους να πουλούν νταηλίκι και να εξευτελίζουν συστηματικά την αξιοπρέπεια όποιου έχει την ατυχία να πέσει στα χέρια τους. Κάτι τέτοιο συνέβη και στην περίπτωση της 20χρονης κρατούμενης, την οποία με αυταπάρνηση και κίνδυνο της ζωής τους βασάνισαν οι "ήρωες" του Λιμενικού Πειραιά, παρόλο που - ως γνωστόν - δουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί.  Ακολουθεί αυτούσιο το κείμενο της "Πρωτοβουλίας για τα Δικαιώματα των Κρατουμένων": 

Ποιος είπε ότι τελείωσαν τα βασανιστήρια; Και ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι το εξπρές του μεσονυχτίου δεν συνεχίζει εν έτη 2011 το θλιβερό του δρόμο; Η ιστορία που θα διηγηθούμε, αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο. 

Όλα άρχισαν στις 13 Απριλίου, όταν άντρες του Λιμενικού στον Πειραιά συνέλαβαν 20χρονη Ρουμάνα, η οποία είχε στην κατοχή της ποσότητα ινδικής κάνναβης. Η συνέχεια γνωστή: ανάκριση, απολογία, προφυλάκιση... Ίσως να μην είχε ιδιαίτερη αξία η αναφορά μας στο γεγονός αν δεν είχαν μεσολαβήσει απίστευτες βιαιότητες κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Όχι ότι είναι η πρώτη φορά που οι κρατούμενοι, ιδίως οι κρατούμενες, υφίστανται βασανιστήρια, απλώς δύσκολα προκύπτουν καταγγελίες. Αλλά ας έρθουμε στα γεγονότα, όπως τα περιγράφει στην κατάθεσή της η 20χρονη.

“...Στο Λιμενικό το δήλωσα από την αρχή, αλλά άρχισαν να με χαστουκίζουν. Με ρωτούσαν στα ελληνικά αλλά εγώ δεν καταλάβαινα. Τους είπα στα αγγλικά ότι δεν καταλαβαίνω καλά τα ελληνικά. Βρήκαν πάνω μου ένα βιβλιαράκι με εκφράσεις ελληνικών από τα ρουμανικά. Εκεί ήταν σημειωμένο το “δεν καταλαβαίνω ελληνικά” και συνέχισαν να με χτυπούν χειρότερα (...) Στο Λιμενικό με χτύπησαν άσχημα ιδίως στα χέρια. Τις χειροπέδες μου τις γύρισαν με τα χέρια πίσω και μου έβαλαν σακούλες στο πρόσωπο. Αυτό επαναλήφθηκε δύο φορές με τη σακούλα στο στόμα. Μετά ένας από αυτούς με πήγε σε ένα δωμάτιο, μόνον εγώ και αυτός και άρχισε να με ψαχουλεύει, να με πειράζει στο στήθος και λοιπά. Μετά άρχισε να με δέρνει. Ήρθαν και οι άλλοι μετά. Με ρωτούσαν συνεχώς: “θέλεις πίπα;” “σου αρέσει η πίπα;” Στο πίσω μέρος του ποδιού μου έχω ένα μεγάλο σημάδι. Δεν ξέρω με τι με λαβώσανε. Έχασα τις αισθήσεις μου τρεις φορές. Ένας με κλώτσησε στον πισινό και γενικά δεν ήξερα τι μου γινόταν (...)
Η κοπέλα αυτή τη στιγμή βρίσκεται στις φυλακές Κορυδαλλού. 
Η Πρωτοβουλία για τα Δικαιώματα των Κρατουμένων, καταγγέλλει την απάνθρωπη συμπεριφορά των αντρών του Λιμενικού, τα στοιχεία των οποίων εύκολα μπορούν να προκύψουν από την ώρα σύλληψης και παραμονής της νεαρής στο ανακριτικό λιμενικό γραφείο. Καλούμε το υπουργείο Δικαιοσύνης να πάρει άμεσα θέση, ελπίζοντας ότι η υπόθεση δεν θα μπει στα συρτάρια. Από μας, τουλάχιστον, θα υπάρχει συνέχεια.

Σλαβόι Ζίζεκ: Η κρίση ως θεραπεία - σοκ

Για να ξεφύγουμε λίγο - ενόψει και των διακοπών του Πάσχα - από τα νομικά και το δίκαιο της εργασίας, αναδημοσιεύω από την ιστοσελίδα aformi.gr ένα κείμενο του Ζίζεκ σχετικά με την οικονομική κρίση, που μου άρεσε πολύ (συνήθως μου αρέσουν πολύ τα γραπτά του Ζίζεκ και ακόμα περισσότερο οι προφορικές διαλέξεις του). 

Η κρίση ως θεραπεία - σοκ


Θα αποτελέσει η χρηματοοικονομική κατάρρευση μια ευκαιρία προσγείωσής μας στην πραγματικότητα, την αφύπνιση από ένα όνειρο; Τα πάντα εξαρτώνται από το πώς τελικά θα συμβολοποιηθεί, από το ποια ιδεολογική ερμηνεία ή αφήγηση θα επικρατήσει και θα καθορίσει τη γενική πρόσληψη της κρίσης. Όταν η ομαλή ροή των πραγμάτων διαταράσσεται κατά τρόπο τραυματικό, διανοίγεται το πεδίο για έναν «διαλογικό» ιδεολογικό ανταγωνισμό – όπως συνέβη, λόγου χάριν, στη Γερμανία των αρχών της δεκαετίας του 1930, όταν, επικαλούμενος την εβραϊκή συνομωσία, ο Χίτλερ θριάμβευσε στον ανταγωνισμό για το ποια αφήγηση εξηγούσε καλύτερα τα αίτια της κρίσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και πρόσφερε τον καλύτερο τρόπο διεξόδου από εκείνη την κρίση. (…) Οποιαδήποτε αφελής αριστερή προσδοκία, ότι η παρούσα χρηματοοικονομική και γενικότερη οικονομική κρίση διανοίγει αναπόφευκτα ένα πεδίο δράσης για τη ριζοσπαστική Αριστερά, είναι, συνεπώς, το δίχως άλλο επικίνδυνα κοντόφθαλμη. Η κύρια άμεση συνέπεια της κρίσης δεν θα είναι η άνοδος μιας ριζοσπαστικής χειραφετικής πολιτικής, αλλά μάλλον η άνοδος του ρατσιστικού λαϊκισμού, περισσότεροι πόλεμοι, αύξηση της φτώχειας στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες του Τρίτου Κόσμου και εντονότεροι διαχωρισμοί μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών στους κόλπους όλων των κοινωνιών.

Και είναι αλήθεια ότι οι κρίσεις ταρακουνούν τους ανθρώπους και τους βγάζουν από τον εφησυχασμό τους, αναγκάζοντάς τους να αμφισβητήσουν τις θεμελιώσεις παραδοχές της ζωής τους∙ η πλέον αυθόρμητη πρώτη αντίδραση είναι ο πανικός, ο οποίος οδηγεί σε μια «επιστροφή στα βασικά»· οι βασικές συντεταγμένες της κυρίαρχης ιδεολογίας όχι μόνο δεν αμφισβητούνται αλλά και αναδιατρανώνονται με ακόμη μεγαλύτερη σφοδρότητα. Ο κίνδυνος, συνεπώς, είναι ότι η παρούσα κατάρρευση θα χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο παρόμοιο με ό,τι η Ναόμι Κλάιν [Naomi Klein] έχει αποκαλέσει «δόγμα του σοκ». (…)
Η θέση αυτή αναπτύσσεται μέσα από μια σειρά συγκεκριμένων αναλύσεων, κεντρική θέση ανάμεσα στις οποίες καταλαμβάνει εκείνη για τον πόλεμο στο Ιράκ· η επίθεση των ΗΠΑ εναντίον του Ιράκ στηρίχτηκε στην ιδέα ότι, ύστερα από την εφαρμογή της πολεμικής στρατηγικής «σοκ και δέος», η χώρα θα μπορούσε να οργανωθεί ως παράδεισος της ελεύθερης αγοράς, αφού ο λαός της θα ήταν τόσο τραυματισμένος, που δεν θα προέβαλλε καμία αντίσταση… Η επιβολή μιας ακραιφνούς οικονομίας της αγοράς καθίσταται συνεπώς πολύ πιο εύκολη, αν ο δρόμος που οδηγεί σ’ αυτήν έχει διανοιχτεί από κάποιο τραύμα (φυσικό, πολεμικό, οικονομικό), το οποίο, θα έλεγε κανείς, αναγκάζει τους ανθρώπους να αποτινάξουν τις «παλιές συνήθειές» τους, μετατρέποντάς τους σε μια ιδεολογική tabula rasa, σε επιζώντες του ίδιου του συμβολικού θανάτου τους, έτοιμους να αποδεχτούν τη νέα τάξη πραγμάτων, τώρα που όλα τα εμπόδια έχουν εξαλειφθεί. Και είναι βέβαιο ότι το δόγμα του σοκ που περιγράφει η Κλάιν ισχύει επίσης για τα οικολογικά ζητήματα· μια εκτεταμένη περιβαλλοντική καταστροφή όχι μόνο δεν θα θέσει σε κίνδυνο τον καπιταλισμό, αλλά πιθανότατα θα τον αναζωογονήσει, διανοίγοντας νέους δρόμους και μέχρι τούδε άγνωστους ορίζοντες καπιταλιστικής επένδυσης.
Μήπως, λοιπόν, και η παρούσα οικονομική κατάρρευση χρησιμοποιηθεί σαν ένα «σοκ», το οποίο θα δημιουργήσει τις κατάλληλες ιδεολογικές συνθήκες για περαιτέρω φιλελεύθερη θεραπεία; Η χρεία μιας τέτοιας θεραπείας-σοκ απορρέει από τον (συχνά αποσιωπώμενο) ουτοπικό πυρήνα της νεοφιλελεύθερης οικονομικής θεωρίας. Ο τρόπος που αντιδρούν οι φονταμενταλιστές της αγοράς στις καταστροφικές συνέπειες της εφαρμογής των συνταγών τους είναι χαρακτηριστικός των φανατικών οπαδών κάθε ουτοπικού ολοκληρωτισμού· θεωρούν αποκλειστικά υπεύθυνη για την αποτυχία την ενδοτικότητα εκείνων που υλοποίησαν τα σχέδιά τους (υπάρχει ακόμη πολλή κρατική παρέμβαση κλπ.) και αυτό που απαιτούν δεν είναι τίποτε λιγότερο από μια ακόμη πιο αυστηρή εφαρμογή των δογμάτων τους.
Συνεπώς, για να το θέσουμε με παλιομοδίτικους μαρξιστικούς όρους, το κύριο καθήκον της κυρίαρχης ιδεολογίας στην παρούσα κρίση είναι να επιβάλλει μιαν αφήγηση η οποία θα επιρρίψει την ευθύνη για την κατάρρευση όχι στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα καθαυτό, αλλά σε δευτερεύουσες και συγκυριακές παρεκκλίσεις (στις υπερβολικά ελαστικές φορολογικές διατάξεις, στη διαφθορά των μεγάλων χρηματοοικονομικών οργανισμών κ.ο.κ.). Ομοίως, στην εποχή του Υπαρκτού Σοσιαλισμού, οι αμύντορες της σοσιαλιστικής ιδεολογίας προσπάθησαν να διασώσουν την ιδέα του σοσιαλισμού, ισχυριζόμενοι ότι η αποτυχία των «λαϊκών δημοκρατιών» ήταν η αποτυχία μιας μη αυθεντικής εκδοχής σοσιαλισμού, όχι της ιδέας καθαυτήν, καταλήγοντας συνακόλουθα στο συμπέρασμα ότι τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού έχρηζαν ριζικών μεταρρυθμίσεων μάλλον παρά ανατροπής και κατάλυσης. Δεν είναι άμοιρο ειρωνείας να επισημάνουμε ότι οι διαπρύσιοι κήρυκες της καπιταλιστικής ιδεολογίας, που κάποτε ειρωνεύονταν αυτή την κριτική υπεράσπιση του σοσιαλισμού ως απατηλή και επέμεναν ότι έπρεπε να απορρίψουμε την ευθύνη στη σοσιαλιστική ιδέα καθαυτήν, καταφεύγουν τώρα σε μεγάλο βαθμό στην ίδια υπερασπιστική τακτική· γιατί εκείνο που έχει χρεοκοπήσει δεν είναι ο καπιταλισμός καθαυτός, αλλά μόνο η στρεβλή πραγμάτωσή του…
Απέναντι σε αυτή την τάση, πρέπει κανείς να επιμείνει στο καίριο ερώτημα: ποιο είναι το «ελάττωμα», στο σύστημα καθαυτό, που καθιστά δυνατές τέτοιες κρίσεις και καταρρεύσεις; Το πρώτο που πρέπει να έχουμε στο νου μας είναι ότι αφετηρία της κρίσης υπήρξε μια «αγαθή προαίρεση»· όπως επισημάναμε, μετά την έκρηξη της φούσκας των dotcom αποφασίστηκε, και μάλιστα με τη σύμφωνη γνώμη και των δύο μειζόνων αμερικανικών κομμάτων, να διευκολυνθούν οι επενδύσεις στον τομέα των ακινήτων, ούτως ώστε να συνεχίσει να κινείται η οικονομία και να αποτραπεί η ύφεση – η σημερινή κατάρρευση είναι κατ’ αυτή την έννοια απλώς το τίμημα που πληρώνουμε για τα μέτρα που ελήφθησαν στις ΗΠΑ, προκειμένου να αποσοβηθεί μια ύφεση μερικά χρόνια πριν. Ο κίνδυνος, συνεπώς, είναι ότι η αφήγηση που θα επικρατήσει αναφορικά με το υπόβαθρο της κρίσης, θα είναι εκείνη η οποία, αντί να μας αφυπνίσει από ένα όνειρο, θα μας επιτρέψει να συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε. (…)
Σημειώστε τον όρο «τεχνικές λύσεις»· τα πραγματικά προβλήματα έχουν τεχνικές λύσεις. (Και πάλι, ένας εξόφθαλμα εσφαλμένος ισχυρισμός· η αντιμετώπιση των οικολογικών προβλημάτων απαιτεί την πραγματοποίηση επιλογών και τη λήψη αποφάσεων -για το τι θα παράγεται, τι θα καταναλώνεται, σε ποια μορφή ενέργειας θα βασίζεται η παραγωγή-, οι οποίες τελικά σχετίζονται με τον ίδιο τον τρόπο ζωής ενός λαού· κατά συνέπεια, όχι μόνο δεν είναι απλώς τεχνικές, αλλά είναι κατεξοχήν πολιτικές, με την πλέον ριζική έννοια ότι αφορούν θεμελιώδεις κοινωνικές επιλογές). Δεν είναι περίεργο, συνεπώς, που και ο ίδιος ο καπιταλισμός παρουσιάζεται με τεχνικούς όρους, σαν ούτε καν επιστήμη, αλλά απλώς σαν κάτι το οποίο λειτουργεί· δεν χρειάζεται ιδεολογική δικαίωση, γιατί η επιτυχία του αποτελεί καθαυτήν επαρκή δικαίωση. Από αυτή την άποψη, ο καπιταλισμός «είναι το αντίθετο του σοσιαλισμού, ο οποίος πορεύεται με βάση ένα εγχειρίδιο οδηγιών»: «Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα το οποίο δεν έχει φιλοσοφικές αξιώσεις, το οποίο δεν αναζητεί την ευτυχία. Το μόνο που λέει είναι: ‘Λοιπόν, αυτό λειτουργεί’. Κι αν οι άνθρωποι θέλουν να ζήσουν καλύτερα, είναι προτιμότερο να χρησιμοποιήσουν αυτό τον μηχανισμό, επειδή λειτουργεί. Το μόνο κριτήριο είναι η αποτελεσματικότητα».
Αυτή η αντιιδεολογική περιγραφή είναι, φυσικά, καταφανώς ψευδής· η ιδέα ακριβώς ότι ο καπιταλισμός είναι ένα ουδέτερος κοινωνικός μηχανισμός αποτελεί ιδεολογία (ακόμη και ουτοπική ιδεολογία) του πιο χαρακτηριστικού είδους. Η στιγμή της αλήθειας σ’ αυτή την περιγραφή είναι, ωστόσο, ότι, όπως το έχει θέσει ο Αλέν Μπαντιού [Alain Badiou], ο καπιταλισμός ουσιαστικά δεν είναι ένας αυτόνομος πολιτισμός, με ένα ιδιαίτερο τρόπο νοηματοδότησης της ζωής. Ο καπιταλισμός είναι η πρώτη κοινωνικοοικονομική τάξη πραγμάτων που αποολοποιεί το νόημα· δεν είναι παγκόσμιος στο επίπεδο του νοήματος (δεν υπάρχει παγκόσμια «καπιταλιστική κοσμοθεωρία», δεν υπάρχει καθαυτό «καπιταλιστικός πολιτισμός»· το πρωταρχικό δίδαγμα της παγκοσμιοποίησης είναι ακριβώς ότι ο καπιταλισμός μπορεί να συμβαδίσει με όλους τους πολιτισμούς, από τον χριστιανικό μέχρι τον ινδουιστικό και τον βουδιστικό). Η παγκόσμια διάσταση του καπιταλισμού μπορεί να υποστηριχθεί μόνο στο επίπεδο της αλήθειας -χωρίς- νόημα, ως το «Πραγματικό» του μηχανισμού της παγκόσμιας αγοράς(…). Το πρόβλημα είναι ένα πρόβλημα νοήματος, και εδώ ακριβώς είναι που η θρησκεία επανεφευρίσκει σήμερα το ρόλο της, ανακαλύπτοντας εκ νέου την αποστολή της, ως ο παράγοντας ο οποίος εγγυάται μια ζωή με νόημα σε αυτούς που μετέχουν στην άνευ νοήματος λειτουργία της καπιταλιστικής μηχανής.(…)

SLAVOJ ŽIŽEK, Πρώτα σαν ιδεολογία και μετά σαν φάρσα, μτφρ. Νεκτάριος Καλαϊτζής, εκδόσεις Scripta

Σάββατο 23 Απριλίου 2011

Δημόσιο: Πειθαρχικά συμβούλια χωρίς παρουσία συνδικαλιστών


Ενα νέο, αυστηρότατο πλαίσιο ανάσχεσης φαινομένων και κρουσμάτων διαφθοράς στο Δημόσιο προωθεί το υπουργείο Εσωτερικών με το νέο Πειθαρχικό Δίκαιο, μέσω του οποίου θεσπίζονται βαριές οικονομικές και πειθαρχικές ποινές σε παρανομούντες δημοσίους υπαλλήλους.
Το πνεύμα της πρωτοβουλίας συνοψίζεται κατά τον αρμόδιο υπουργό Γιάννη Ραγκούση στο ότι «θέλουμε να τιμήσουμε την ακεραιότητα των ευσυνείδητων υπαλλήλων και να τιμωρήσουμε τους επίορκους που έχουν διαλύσει με τις άνομες συναλλαγές τους το Δημόσιο». Είναι ενδεικτικό ότι στα νέα πειθαρχικά συμβούλια δεν θα μετέχουν εκλεγμένοι αντιπρόσωποι, π.χ. συνδικαλιστές, αλλά ανεξάρτητα μέλη ενώ θα προϊσταται δικαστής.
Το νέο Πειθαρχικό Δίκαιο περιλαμβάνει 14 αλλαγές και μεταξύ άλλων ότι σε περίπτωση οριστικής παύσης υπαλλήλου για οικονομικά θέματα θα επιβάλλεται πρόστιμο από 10.000 - 100.000 ευρώ. (πηγή: kathimerini.gr)

Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

Άρειος Πάγος: Βλαπτική μεταβολή η μείωση ωραρίου και αποδοχών


Βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας αποτελεί, σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, η μείωση του χρόνου εργασίας και η παράλληλη μεταβολή των αποδοχών του εργαζόμενου κάτι που θεμελιώνει δικαίωμα αποζημίωσης.
Με βάση το παραπάνω σκεπτικό, ο Άρειος Πάγος δικαίωσε μαθηματικό ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου και επιδίκασε υπέρ του αποζημίωση ύψους 1.500 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη. 
Οι Αρεοπαγίτες, ερμηνεύοντας τον Αστικό Κώδικα και την εργατική νομοθεσία αποφάνθηκαν ότι η μονομερής από τον εργοδότη βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας, δίνει στον υπάλληλο το δικαίωμα να θεωρήσει τη μεταβολή αυτή ως άτακτη καταγγελία της εργασιακής σχέσης και να απαιτήσει την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης ή να αξιώσει την τήρηση των συμβατικών όρων. Αν ο εργοδότης αποκρούσει τις προσφερόμενες υπηρεσίες του υπαλλήλου, τότε μπορεί να ζητήσει από αυτόν επειδή κατέστη υπερήμερος, την καταβολή του μισθού του. 
Σύμφωνα με τους δικαστές του Αρείου Πάγου, βλαπτική μεταβολή αποτελεί και η μείωση των ωρών εργασίας σε σχέση με τις αρχικά συμφωνημένες και η αντίστοιχη μείωση των αποδοχών του υπαλλήλου.  Η μεταβολή αυτή είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο όχι μόνο όταν προκαλεί υλική ζημιά αλλά και ηθική, καθώς από τη γενική υποχρέωση προνοίας πηγάζει η υποχρέωση του εργοδότη να σέβεται την προσωπικότητα του μισθωτού. 
 Όπως αναφέρει η απόφαση του Αρείου Πάγου, «ο μισθωτός υφίσταται ηθική ζημία από τυχόν βάναυση ή προσβλητική της προσωπικότητάς του, συμπεριφορά του εργοδότη, έστω και αν η συμπεριφορά αυτή δεν πηγάζει από δόλια προαίρεση του εργοδότη για βλαπτική μεταβολή ή για εξαναγκασμό του εργαζόμενου σε αποχώρηση». (πηγή: www.enet.gr).
Η παραπάνω απόφαση δεν λέει κάτι κανούριο ως προς την έννοια της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης εργασίας. Απλώς, στην εποχή του Μνημονίου και με δεδομένη πλέον την ουσιαστική κατάργηση της πλήρους απασχόλησης, καλό θα είναι να θυμόμαστε ότι τυχόν μονομερής και χωρίς τη συναίνεση του (μέχρι πρότινος πλήρως απασχολούμενου) μισθωτού επιβολή συστήματος μερικής απασχόλησης ή (υπό προϋποθέσεις) εκ περιτροπής εργασίας  ή μείωση ωραρίου συνιστούν βλαπτική μεταβολή. Όπως διαλαμβάνει η απόφαση στο σκεπτικό της, σε παρόμοιες περιπτώσεις ο εργαζόμενος έχει δύο δυνατότητες: Είτε να θεωρήσει τη βλαπτική μεταβολή ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας του και να διεκδικήσει τη σχετική αποζημίωση απόλυσης είτε να αποκρούσει τη βλαπτική μεταβολή και να αξιώσει την τήρηση των αρχικών όρων της σύμβασής του. Προσοχή: η όποια αντίδραση πρέπει να εκφραστεί μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα από τη στιγμή που θα λάβει χώρα η βλαπτική μεταβολή, γιατί διαφορετικά και εφόσον παρέλθει ικανος χρόνος είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι ο μισθωτός έχει συναινέσει σιωπηρά στους νέους (βλαπτικούς) όρους που του επιβλήθηκαν, καταρτίζοντας ουσιαστικά με τον εργοδότη του τροποποιητική (σε σχέση με την αρχική) σύμβαση εργασίας.  

ΑΠ 310/2011 - Ευκαιριακά απασχολούμενο προσωπικό ΟΠΑΠ - Διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου

Με την ΑΠ 310/2011 αναγνωρίζεται ότι οι ένδικες συμβάσεις "ευκαιριακά απασχολούμενων" στον ΟΠΑΠ συνάπτονται καταχρηστικά και με σκοπό την καταστρατήγηση των σχετικών διατάξεων ως συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (μιας ημέρας), ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν μια ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου καθώς πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004. Αν και η απόφαση είναι θετική, θα την χαρακτήριζα μάλλον άτολμη αφού δεν κάνει κάνει καμία αναφορά στο Ν. 2112/1920 και περιορίζεται στη διαπίστωση της συνδρομής των προύποθέσεων του περίφημου διατάγματος Παυλόπουλου (π.δ. 164/2004). Θα ήταν, επίσης, καλό - ενόψει του θορύβου που είχε δημιουργηθεί και των διϊστάμενων απόψεων ως προς την ερμηνεία του άρθρου 103 παρ. 8 του Συντάγματος - να διατυπωθούν obiter dicta κάποιες σκέψεις για τις καταχρηστικές συμβάσεις που καταρτίσθηκαν μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Αυτό το τελευταίο μάλλον σκοπίμως η εν λόγω απόφαση απέφυγε να το θίξει.  
Σημειώνω ότι αυτή ΔΕΝ είναι η τελευταία γνωστή απόφαση της Ολομέλειας, αλλά λίγο προγενέστερη του Β΄ Πολιτικού Τμήματος του ΑΠ.

Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Συνήγορος του Πολίτη: Χορήγηση επιδόματος μητρότητας στις περιπτώσεις πρόωρου τοκέτου και θανάτου του νεογνού


Ασφαλισμένες του ΙΚΑ διαμαρτυρήθηκαν στον Συνήγορο του Πολίτη διότι απορρίφθηκε αίτημά τους για χορήγηση επιδομάτων μητρότητας είτε λόγω πρόωρου τοκετού είτε λόγω θανάτου του νεογνού.  Η νομοθεσία (α.ν 1486/51,  ν. 2874/2000  και Κανονισμός Ασθενείας του ΙΚΑ)  προβλέπει ότι οι άμεσα ασφαλισμένες του ΙΚΑ δικαιούνται να λάβουν από το Ίδρυμα επιδόματα μητρότητας, δηλαδή κυοφορίας και λοχείας, με την προϋπόθεση ότι έχουν πραγματοποιήσει 200  ημέρες τουλάχιστον εργασίας μέσα στα δύο τελευταία έτη πριν από την πιθανή ημερομηνία του τοκετού.  Απαιτείται, επίσης, η ασφαλισμένη να απέχει από την εργασία της,  χωρίς να ερευνάται ο χρόνος και η αιτία της διακοπής αυτής,  για τις οριζόμενες από το νόμο περίοδο (56  ημέρες πριν και 63  ημέρες μετά τον τοκετό),  κατά την οποία καταβάλλονται τα επιδόματα μητρότητας (Δείτε τι ισχύει κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης και μετά τον τοκετό εδώ).  
Ο Συνήγορος του Πολίτη διαπίστωσε ότι μέχρι και το έτος 2005  το ΙΚΑ,  υιοθετώντας μία εσφαλμένη ερμηνεία των σχετικών κοινωνικοασφαλιστικών διατάξεων, δεν χορηγούσε το επίδομα λοχείας στις περιπτώσεις πρόωρου τοκετού και θανάτου του νεογνού. Μετά την παρέμβαση του Συνηγόρου, το ΙΚΑ εξέδωσε εγκύκλιο,  με την οποία διευκρινίζει ότι η καταβολή των επιδομάτων κυοφορίας-λοχείας πρέπει να στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στην ύπαρξη του πραγματικού γεγονότος του τοκετού και να μην εξαρτάται από τη χρονική διάρκεια της εγκυμοσύνης,  ούτε και από τη γέννηση ζωντανού ή μη εμβρύου ή την επιβίωση του νεογνού μετά τη γέννησή του (Δείτε τη σύνοψη της διαμεσολάβησης εδώ). 
Η απόφαση αυτή κινείται στην ίδια (ορθή) κατέυθυνση με την υπ' αριθμ. 1362/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε άκυρη η απόλυση εργαζόμενης που γέννησε νεκρό έμβρυο, με την αιτιολογία ότι "και στην περίπτωση αυτή υπάρχουν οι ειδικές εκείνες περιστάσεις, εξαιτίας των οποίων επιβάλλεται η εργαζόμενη να τύχει ειδικής προστασίας για την αποκατάσταση του οργανισμού της που κλονίστηκε λόγω του τοκετού".   

Μία μνημειώδης απόφαση υπέρ του δικαιώματος της απεργίας (ΜονΠρΑθ 343/2011)

Με την απόφαση 343/2011 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία αφορά στις στάσεις εργασίας των εργαζομένων του ΗΛΠΑΠ κατά τον Φεβρουάριο 2011, λύθηκαν πολλά ακανθώδη νομικά ζητήματα του δικαίου της απεργίας, και μάλιστα υπέρ των φορέων της άσκησής του (δηλ. υπέρ των απεργών). Η σημασία της απόφασης αυτής καθίσταται ακόμη μεγαλύτερη, αν αναλογιστεί κανείς ότι μετά την μεταπολίτευση η συντριπτική πλειονότητα των κάθε μορφής απεργιών κρίνονται παράνομες ή καταχρηστικές ή συνηθέστερα και υπό καθεστώς ερμηνευτικής σύγχυσης και παράνομες και καταχρηστικές. Το παράλογο (όπως σημειώνει σε σχετικό άρθρο του στην ΕΕργΔ και ο καθηγητής Α. Καζάκος) είναι ότι "απεργούν με διάφορες μορφές (στάση εργασίας, διακοπή συνεδριάσεων κλπ.) οι δικαστές, για τους οποίους υπάρχει ρητή απαγόρευση στο Σύνταγμα (άρθρο 23 παρ. 2) και κρίνονται από τα δικαστήρια παράνομες οι απεργίες εργαζομένων σε ποσοστό που ξεπερνά το 95% των υποθέσεων".
Ποια είναι τα σημαντικά στοιχεία και η ερμηνευτική συμβολή της σχολιαζόμενης απόφασης στις διατάξεις του δικαίου της απεργίας: Με αφετηρία τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 του ν. 1264/1982, η οποία ορίζει ότι δεν επιτρέπεται η δικαστική απαγόρευση της απεργίας με ασφαλιστικά μέτρα, η εν λόγω απόφαση θεωρεί πειστικότερη με βάση το Σύνταγμα και το τεκμήριο νομιμότητας της απεργίας, την άποψη ότι απαγορεύεται η δικαστική απαγόρευση της απεργίας και με οριστική απόφαση επί αγωγής εκδικαζόμενης κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών. Το μόνο που μπορεί να κάνει το δικαστήριο είναι να αναγνωρίσει τον παράνομο ή καταχρηστικό χαρακτήρα μιας απεργίας άλλά όχι να φτάσει μέχρι του σημείου να επιβάλει την απαγόρευσή της. 
Για τη θεμελίωση της άποψης αυτής η απόφαση κάνει χρήση τελολογικών επιχειρημάτων, πάντοτε υπό το φως των κρίσιμων συνταγματικών διατάξεων. Το σκεπτικό της ενισχύουν  επιχειρηματολογικοί τύποι "a fortiori", δηλαδή επικαλείται επιχειρήματα από το έλασσον στο μείζον, ενώ, πολύ ορθά, απορρίπτει ως ερμηνευτικά αλυσιτελές το επιχείρημα της περίφημης "σιωπής του νομοθετή¨. Ο συλλογισμός είναι περίπου ο εξής: Μία τόσο αυστηρή κύρωση κατά του δικαιώματος της απεργίας, όπως είναι η δικαστική της απαγόρευση, μπορεί να επιβληθεί μόνο αν προβλέπεται ρητά στο νόμο. Και τούτο διότι στην περίπτωση ενός συνταγματικού δικαιώματος, όπως είναι η απεργία, δεν μπορούμε να συνάγουμε επιχειρήματα από τη σιωπή του νομοθέτη, που θα οδηγούσαν στον περιορισμό του δικαιώματος. Δηλαδή το ότι ο νομοθέτης δεν απαγορεύει ρητά τη δυνατότητα δικαστικής απαγόρευσης της απεργίας, δεν μπορεί να οδηγήσει στο ερμηνευτικό συμπέρασμα ότι την επιτρέπει κιόλας. Μάλιστα, ακόμα και στην περίπτωση που καταλείπονται ερμηνευτικές αμφιβολίες, η δικαιοδοτική κρίση πρέπει να αποφαίνεται "υπέρ του εργαζομένου¨ ως του κοινωνικά και οικονομικά αδύναμου μέρους (πρόκειται εδώ για την επίκληση μίας κλασικής αλλά τελευταία ξεχασμένης αρχής του δικαίου της εργασίας).
Η επίκληση από το δικαστήριο του τεκμηρίου νομιμότητας της απεργίας (που είχε υιοθετήσει ο ΑΠ με την απόφαση 27/2004) σημαίνει ότι οι απεργοί καλύπτονται από κάθε είδους κυρώσεις μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης που διαπιστώνει τον παράνομο χαρακτήρα της απεργίας.
Συμπερασματικά, τα στοιχεία που πρέπει να συγκρατήσουμε από τη σχολιαζόμενη απόφαση είναι: α) Ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο μόνο σε αναγνώριση του παράνομου χαρακτήρα μίας απεργίας μπορεί να αχθεί, χωρίς να έχει δυνατότητα να επιβάλει απαγόρευσή της (και παράλειψή της στο μέλλον) με καταψηφιστική διάταξη και β) Από το τεκμήριο νομιμότητας της απεργίας συνάγεται ότι δεν μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις στους φορείς του δικαιώματος πριν την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης. 

Τρίτη 19 Απριλίου 2011

Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα: Απαγόρευση βιντεοεπιτήρησης των εργαζομένων

Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα εξέδωσε την Οδηγία 1/2011, που αφορά στη χρήση συστημάτων βιντεοεπιτήρησης για την προστασία προσώπων και αγαθών. Η εν λογω Οδηγία εφαρμόζεται  στην επεξεργασία δεδομένων εικόνας ή/και ήχου που πραγματοποιείται μέσω συστημάτων βιντεοεπιτήρησης από πάσης φύσεως δημόσιους φορείς ή από φυσικά ή νομικά πρόσωπα για τον σκοπό της προστασίας προσώπων ή/και αγαθών στον οποίο εντάσσονται και ειδικές περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών υγείας. 
Ειδικά, όσον αφορά στους χώρους εργασίας, το άρθρο 7 της Οδηγίας προβλέπει ότι το σύστημα βιντεοεπιτήρησης δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την επιτήρηση των εργαζομένων εντός των χώρων αυτών, εκτός από ειδικές εξαιρετικές περιπτώσεις όπου αυτό δικαιολογείται από τη φύση και τις συνθήκες εργασίας και είναι απαραίτητο για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων ή την προστασία κρίσιμων χώρων εργασίας (π.χ.  στρατιωτικά εργοστάσια, τράπεζες,  εγκαταστάσεις υψηλού κινδύνου).  Για παράδειγα,  σε έναν τυπικό χώρο γραφείων επιχείρησης, η βιντεοεπιτήρηση πρέπει να περιορίζεται σε χώρους εισόδου και εξόδου, χωρίς να επιτηρούνται συγκεκριμένες αίθουσες γραφείων ή διάδρομοι.  Εξαίρεση μπορεί να αποτελούν συγκεκριμένοι χώροι,  όπως ταμεία ή χώροι με χρηματοκιβώτια,  ηλεκτρομηχανολογικό εξοπλισμό κλπ.,  υπό τον όρο ότι οι κάμερες εστιάζουν στο αγαθό που προστατεύουν κι όχι στους χώρους των εργαζομένων.  Επίσης,  σε ειδικούς χώρους,  όπως χώροι με ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις ο υπεύθυνος βάρδιας ή ο υπεύθυνος ασφαλείας μπορεί να παρακολουθεί σε πραγματικό χρόνο τους χειριστές μηχανημάτων υψηλής επικινδυνότητας, με σκοπό να επέμβει άμεσα αν συμβεί κάποιο περιστατικό ασφαλείας.  
Τονίζεται, πάντως ότι σε κάθε περίπτωση, τα δεδομένα που συλλέγονται μέσω συστήματος βιντεοεπιτήρησης δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως αποκλειστικά κριτήρια για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς και της αποδοτικότητας των εργαζομένων.

Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Νόμιμη η απόλυση λόγω υπερβολικής χρήσης του facebook


Το Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε νόμιμη την απόλυση υπαλλήλου αεροπορικής εταιρίας, γιατί κατά την ώρα της εργασίας της επισκεπτόταν για πολλές ώρες το facebook και άλλες ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης, εις βάρος της εργασίας της. Η υπάλληλος είχε λάβει επιστολή προειδοποίησης το Μάιο του 2009,  γιατί πραγματοποιούσε επισκέψεις σε ιστοσελίδες άσχετες με την εργασία της, στην οποία τονίζοταν ότι εάν συνεχίσει, τότε δεν υπάρχει άλλη επιλογή από τη λήξη της σύμβασης εργασίας, χωρίς καμία περαιτέρω προειδοποίηση. Η υπάλληλος αντέδρασε μιλώντας για συκοφαντίες και η εταιρεία κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της. Η αεροπορική εταιρεία από το Δεκέμβριο του 2008 είχε απαγορεύσει στο προσωπικό της να επισκέπτεται ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης, όπως το facebook, κατά τη διάρκεια της εργασίας. Το Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ' αριθμ. 34/2011 απόφασή του, απέρριψε την αγωγή της υπαλλήλου, δικαιώνοντας την εργοδότρια εταιρεία για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι «η απόλυση της εργαζομένης δεν έλαβε χώρα καταχρηστικά, αλλά νομίμως και στα πλαίσια του καλώς νοούμενου συμφέροντος της εργοδότριας επιχείρησης, καθόσον πραγματικό κίνητρο της καταγγελίας ήταν η πλημμελής και μη προσήκουσα άσκηση των συμβατικών υποχρεώσεων της εργαζομένης, η οποία δημιουργούσε προβλήματα στην ομαλή και αποδοτική άσκηση της εργασίας και στις ανάγκες της επιχείρησης και επέφερε ακολούθως κλονισμό της εμπιστοσύνης της εργοδότριας στο πρόσωπό της, εκ του οποίου εξέλιπε το απαιτούμενο πνεύμα συνεργασίας». (Πηγή: www.enet.gr). Θα επανέλθω, όταν διαβάσω το πλήρες κείμενο της απόφασης...

Άρειος Πάγος: Μη καταχρηστική η διεκδίκηση δεδουλευμένων μετά 13 χρόνια


Ο Άρειος Πάγος δικαίωσε εργαζόμενη σε εστιατόριο - μπαρ ξενοδοχείου και απέκρουσε τον ισχυρισμό της εργοδότριας εταιρείας ότι η αξίωσή της ήταν καταχρηστική επειδή δεν αντέδρασε στις αποδοχές αυτές επί 13 χρόνια. Ειδικότερα, σύμφωνα με την απόφαση, η μακρόχρονη αδράνεια του εργαζομένου να διεκδικήσει τις νόμιμες αποδοχές του, ο κίνδυνος διεκδίκησης παρόμοιων αξιώσεων από άλλους εργαζομένους αλλά και το γεγονός ότι ο εργαζόμενος είχε συμφωνήσει στην καταβολή μειωμένων αποδοχών, είτε σιωπηρά (αποδεχόμενος παθητικά τις μη νόμιμες αποδοχές) είτε ρητά, δεν καθιστούν καταχρηστικές τις οικονομικές διεκδικήσεις. Η καθυστερημένη αντίδραση μπορεί να δικαιολογηθεί, σύμφωνα με το δικαστήριο, αφού η αδυναμία άμεσης ικανοποίησης των νόμιμων αξιώσεων, οφείλεται στην επαγγελματική του εξάρτηση από τον εργοδότη. Κατά τον Άρειο Πάγο, για να κριθεί μία αγωγή καταχρηστική, δεν αρκεί ο κίνδυνος υποβολής και άλλων παρεμφερών που θα δημιουργούσαν πρόβλημα στην επιχείρηση, πολύ περισσότερο όταν εκείνη εμφανίζει κέρδη, αλλά ούτε όταν ουσιαστικά υπολειτουργεί, παρουσιάζοντας ασήμαντη κερδοφόρα πορεία. Βέβαια, για παρόμοιες αξιώσεις εξακολουθεί να ισχύει η πενταετής παραγραφή. 
Πρόκειται αναμφίβολα για μία φιλεργατική και ορθή απόφαση του ΑΠ. Πράγματι, θα αρκούσε επίκληση των διδαγμάτων της κοινής πείρας για να επιβεβαιωθεί ότι σχεδόν πάντοτε η καθυστέρηση στη δικαστική επιδίωξη παρόμοιων αξιώσεων οφείλεται αποκλειστικά στην επιφυλακτικότητα και τον εύλογο φόβο κάθε μισθωτού μήπως μία δικαστική διένεξη με τον εργοδότη του θέσει σε κίνδυνο την ίδια την εργασία του. Το επιχείρημα αυτό ενισχύεται και από μία απλή εμπειρική παρατήρηση της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας στο πεδίο της αγοράς εργασίας, όπου η αυξανόμενη ανεργία και η εργασιακή ανασφάλεια τείνουν να μορφοποιηθούν σε μία ιστορικά επανεμφανιζόμενη κοινωνική μάστιγα. Θα ήταν αδύνατο λόγω της ίδιας της κοινωνικοοικονομικά ετεροβαρούς - σε βάρος του μισθωτού - φύσης της εξαρτημένης εργασιακής σχέσης και μέσα σε ιστορικές συνθήκες πλήρους εργασιακής ανασφάλειας να διεκδικεί ο μισθωτός τις αξιώσεις του απέναντι στον εργοδότη κατά τον ίδιο τρόπο που αξιώνει την εκπλήρωση μιας οποιασδήποτε ενοχικής σύμβασης το ένα συμβαλλόμενο μέρος έναντι του ισότιμου και ισοδύναμου αντισυμβαλλομένου του.
Η καλή πίστη απαιτεί, ακριβώς, ο εργοδότης όχι μόνο να προβλέπει, αλλά και να αποφεύγει τις δυσμενείς γι' αυτόν συνέπειες από τη μη εκπλήρωση των ανειλημμένων και εκ του νόμου επιβαλλόμενων υποχρεώσεών του απέναντι σε κάθε εργαζόμενο που εκμεταλλεύεται. Σε διαφορετική περίπτωση, επιβραβεύεται η κακόπιστη και αντισυμβατική συμπεριφορά του απέναντι στους μισθωτούς του. Επομένως, εάν εμφιλοχωρεί καταχρηστική συμπεριφορά σε παρόμοιεσ περιπτώσεις, αυτή θα πρέπει να αναζητηθεί στην πλευρά της αντισυμβατικής και παράνομης συμπεριφοράς του εργοδότη και όχι στην δικαιολογημένη καθυστέρηση των μισθωτών.